Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Συνέδριο Φόρουμ Κοινωνικής Ιστορίας: Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και η ελληνική κοινωνία


Στοιχεία για την υποχρεωτική εργασία στην Κρήτη της Κατοχής και το ρόλο των τοπικών αρχών

(Περίληψη ανακοίνωσης στο 2ο συνέδριο για τα Ολοκαυτώματα και τις γερμανικές αποζημιώσεις, Βιάννος 13-14 Σεπτεμβρίου 2013, δημοσιεύτηκε στο www.candianews.gr)






Η μετατροπή της Κρήτης σε Φρούριο (Festung), όπως ήθελαν οι Γερμανοί, προϋπέθετε μια σειρά οχυρωματικών έργων και άλλων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, όπως αεροδρόμια (Τυμπακίου, Καστελίου Πεδιάδος) και αποθήκες καυσίμων. Επίσης, η Μάχη της Κρήτης και οι βομβαρδισμοί είχαν προξενήσει αρκετές ζημιές στις πόλεις και σε κάθε είδους εγκαταστάσεις, που χρειάζονταν επιδιόρθωση. Την επόμενη δε περίοδο, η τροπή του πολέμου στη Βόρεια Αφρική και τη Μεσόγειο, ενέτεινε την ανάγκη οχύρωσης αφενός του νησιού και χρησιμοποίησης του αφετέρου ως γέφυρα προς τον Νότο.
Η υλοποίηση αυτών των έργων συνεπαγόταν την οργανωμένη κινητοποίηση του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Άλλωστε, η έννοια του Φρουρίου συνεπαγόταν και εκείνη του στρατοπέδου. Μια σειρά μέτρων -που δεν επιβάλλονταν καθόλου ή πάντως όχι με την ίδια αυστηρότητα στην υπόλοιπη χώρα- πιστοποιούσαν αυτήν την κατεύθυνση. Ανάμεσά τους και η επιβολή υποχρεωτικής εργασίας.
Η φύση της Μάχης και τα πρωτοφανή αντίποινα που ακολούθησαν, δημιούργησαν μια ακραία κατάσταση μεταξύ του πληθυσμού και των κατακτητών, οδηγώντας φυσιολογικά στην πρόσληψη της υποχρεωτικής εργασίας ως άλλου ενός μέτρου συλλογικής τιμωρίας, μιας μισητής, αφόρητης και υποτιμητικής υποχρέωσης που ονομάστηκε εξαρχής «αγγαρεία» και που η αποφυγή της έγινε βασική μορφή παθητικής αντίστασης.
Ο πρώτος Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 1941 τη διαταγή με τίτλο: «Υποχρέωσις Εργασίας». Σύμφωνα με αυτήν, όλος ο πληθυσμός της Κρήτης, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ηλικίας και φύλου, υποχρεούνταν σε οποιαδήποτε εργασία μετά από διαταγή των ελληνικών τοπικών αρχών (δημάρχων). Η υποχρεωτική εργασία ίσχυε και για τις Κυριακές και «εκτός συνήθους ώρας εργασίας». Όλα τα μεταγωγικά μέσα, τα ζώα δηλαδή και τα κάρα, τίθονταν εξίσου στη διάθεση των τοπικών αρχών για τις ανάγκες της υποχρεωτικής εργασίας. Φυσικά, η απείθεια προς όλα τα παραπάνω θεωρείτο σαμποτάζ και η τιμωρία έφτανε ως την εκτέλεση.
Μια εβδομάδα αργότερα, η Νομαρχία Ηρακλείου ανακοίνωσε την υποχρέωση προσωπικής εργασίας διάρκειας 8 εβδομάδων κατ” έτος όλων των κατοίκων ηλικίας 14 έως 55 ετών, εξαιρουμένων των γυναικών και των μαθητών, με ημερήσια ημερήσια αποζημίωση 56 δρχ και έκπτωση 5% σε όλα τα είδη κατα τη διάρκεια της εργασίας τους. Η αμοιβή αυτή δεν πρέπει να συγκινούσε ιδιαίτερα τους εργάτες μιας και στον Τύπο βρίσκουμε υπενθυμίσεις για την είσπραξή της. Η υποχρεωτική εργασία επιβαλλόταν επίσης κατά περίπτωση και ως μέσο συλλογικής τιμωρίας για αντιστασιακές ενέργειες χωρίς φυσικά την καταβολή οποιασδήποτε αμοιβής ενώ επιβαλλόταν και στους φυλακισμένους.
Οι τοπικές αρχές, η δομή της Ελληνικής Πολιτείας και της Γενικής Διοίκησης Κρήτης μπήκαν εξαρχής στο πνεύμα και το γράμμα των γερμανικών απαιτήσεων. Ιδρύθηκε Γραφείο Εργασίας της Νομαρχίας Ηρακλείου, στο οποίο υπαγόταν Διεύθυνση Υποχρεωτικής Εργασίας. Με ευθύνη δε του Γραφείου Εργασίας και του Εργατικού Κέντρου δρομολογήθηκε αναλυτική απογραφή των εργατών, τεχνιτών και υπαλλήλων διαφόρων κλάδων και η έκδοση Δελτίου Εργασίας. Στην πορεία δημιουργήθηκαν «Επιτροπές υποχρεωτικής εργασίας» στις κοινότητες ενώ, κατά περίπτωση, και στις πόλεις δημιουργήθηκαν ανάλογες επιτροπές κατανομής της υποχρέωσης εργασίας στους πολίτες. Με βάση μια επίφαση κορπορατίστικου συστήματος, στο Ηράκλειο μια τέτοια επιτροπή συγκροτήθηκε από τον Εμπορικό Σύλλογο, το Επαγγελματικό Επιμελητήριο και το Εργατικό Κέντρο υπό την προεδρία του δημάρχου. Στα Χανιά, χωρίστηκαν οι πολίτες αλφαβητικά και προσέρχονταν διαδοχικά στο Γυμνάσιο Αρρένων για τον καταρτισμό Φάλλαγας Εργασίας με ευθύνη του Δήμου. Οι Γερμανοί μπορούσαν να δώσουν εντολές σε οποιαδήποτε βαθμίδα της ιεραρχίας της ελληνικής διοίκησης, αναλόγως της σημασίας του έργου προς εκτέλεση, από τον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Διοίκησης Κρήτης ως τον τοπικό κοινοτάρχη.
Η αντίσταση στην υποχρεωτική εργασία ξεκίνησε εξαρχής. Αρκετοί δραπέτευαν και κρύβονταν ενώ οι Γερμανοί επέρριπταν την εύθυνη στους κοινοτάρχες με απειλές για συλλογική τιμωρία. Σύντομα πολλοί έστελναν προς αντικατάστασή τα ανήλικα παιδιά τους ή άλλους φτωχότερους με πληρωμή. Έντονο πάντως ήταν το φαινόμενο της παντελούς αποφυγής της αγγαρείας, παρά τις απειλές. Ο τοπικός γερμανόφιλος Τύπος προσπαθούσε να υπερασπιστεί το θεσμό κάνοντας λόγο για τεμπέληδες και χαρτοπαίκτες που ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία αντί να εργάζονται για το κοινό καλό. Οι Γερμανοί δε, για να κινητοποιήσουν τους αγρότες, προέβησαν σε ένα ριζοσπαστικό μέτρο: διέταξαν το κλείσιμο των καφενείων στην ύπαιθρο μέχρι τις 7 το απόγευμα τις καθημερινές και τις 2 τις Κυριακές.
Η καμπή του πολέμου στο Στάλινγκραντ το χειμώνα 1942-1943, οδήγησε τη ναζιστική ηγεσία σε μια σαρωτική επίταξη των πόρων της Ευρώπης για μια τελική, ολοκληρωτική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση. Η Ευρώπη, που είχε εξαρχής λεηλατηθεί, έπρεπε να συνεισφέρει περαιτέρω στη σταυροφορία αυτή με την εργασία των λαών της και την παραγωγή της. Αυτή η διαδικασία επέβαλε την ακόμα στενότερη πρόσδεση των πόρων της κατακτημένης Ευρώπης στον πόλεμο του Ράιχ και ως εκ τούτου τη στενότερη συνεργασία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για το στόχο της «σωτηρίας» της Ευρώπης από τον μπολσεβικισμό. Η κυβέρνηση του πολιτικού Ιωάννη Ράλλη στην Ελλάδα εντασσόταν επίσης στο πολιτικό σχήμα του ολοκληρωτικού πολέμου. Στην Κρήτη, η αντίστοιχη εξέλιξη ήταν η ανάδειξη του Ιωάννη Πασσαδάκη, παλαιού βουλευτή των Φιλελευθέρων, στη θέση του Υπουργού Γενικού Διοικητή Κρήτης.
Στις 20 Μαρτίου 1943 ο νέος νομάρχης Ηρακλείου Εμμ. Ξανθάκης εξέδωσε απόφαση για τη συγκρότηση σε κάθε κοινότητα «Επιτροπής υποχρεωτικής εργασίας». Η τετραμελής Επιτροπή αποτελούνταν από τον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο της κοινότητας, τον ιερέα και τον δάσκαλο. Ήταν δε υπεύθυνη να συντάξει μόνιμο κατάλογο υπόχρεων σε «προσωπική εργασία», με τίτλο «Φάλαγξ Εργασίας της Κοινότητος». Ο δε Διοικητής του Αεροδρομίου Ηρακλείου εξέδωσε κανονισμό για την υποχρεωτική εργασία προς τις κοινοτικές επιτροπές. Σε αυτόν τον κανονισμό επέλεξε να δώσει μια προσωπική χροιά επισημαίνοντας πως ο ίδιος ευρισκόμενος ήδη δύο χρόνια στην Κρήτη δεν ήταν «εντελώς ανίδεος των Κρητικών υποθέσεων» – γνώριζε δηλαδή τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνία και οι εκπρόσωποι της προσπαθούσαν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, τον τρόπο ζωής με τις απαιτήσεις της κατάκτησης. Όλα αυτά όμως έπρεπε να λήξουν στον αστερισμό του ολοκληρωτικού πολέμου. Η συγκεκριμένη κατάληξη ήταν η συγκρότηση ενός «στρατοπέδου εργατών» στο αεροδρόμιο υπό τη διοίκηση του Γερμανού διοικητή και των «παραχωρηθέντων Ελλήνων Χωροφυλάκων».
Παρά την αυστηροποίηση και τις συνεχείς απειλές, οι διάφορες μορφές -ενεργητικής και παθητικής- αντίστασης δεν σταμάτησαν. Συνεχίστηκε η αποφυγή της αγγαρείας με την αντικατάσταση των υγιών ανδρών από άρρωστους, υπερήλικους ή ανήλικους. Μια άλλη, τελείως διαφορετική βέβαια κατηγορία κατάφερνε να αποφύγει την αγγαρία, αυτή των ένοπλων συνεργατών των κατακτητών και των οικογενειών τους, οι οποίοι με γερμανική εντολή εξαιρούνταν ονομαστικά. Γενικότερα δε, φαίνεται πως οι γερμανικές αρχές δεν κατάφεραν να οργανώσουν με τη συστηματικότητα που θα ήθελαν την εργασία προς όφελός τους.
Σε αυτή τη φάση της έρευνας μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο θεσμός της υποχρεωτικής εργασίας υπήρξε βασικό στοιχείο της κατοχικής πολιτικής στην Κρήτη και παρέμεινε στη μνήμη των κατοίκων ως σύμβολο καταπίεσης και εξευτελισμού. Η αντίσταση σε αυτήν παρέμεινε ανοργάνωτη και μάλλον ατομική υπόθεση αλλά με μεγάλες διαστάσεις φανερώνοντας το αδιέξοδο μιας αγροτικής κοινωνίας μπροστά σε μια βίαιη και αντιδραστική νεωτερική οργάνωση της εργασίας πέρα και ενάντια στις ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας.