Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

Auschwitz


Απόσπασμα από το κεφάλαιο «Η τελική λύση» του βιβλίου του ιστορικού Richard J. Evans 
“The Third Reich at War” (Penguin Books, 2009)




Οι πρώτες αφίξεις στο Άουσβιτς, τον Μάρτιο του 1942, ήταν από τη Σλοβακία και τη Γαλλία. Αρχικά οι αφιχθέντες καταγράφηκαν και έγιναν δεκτοί ως να επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για εργασία. Αλλά πριν να περάσει λίγος καιρός, το Μάιο του 1942, άρχισε η συστηματική εξόντωση, όχι μόνο των Γάλλων και Σλοβάκων Εβραίων αλλά επίσης εκείνων από την Πολωνία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Ήταν σε μια αποστολή από την Ολλανδία, που παρακολούθησε ο Χίμλερ τη διαδικασία επιλογής και δολοφονίας, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις 17 και 18 Ιουλίου 1942. «Δεν είχε παρατηρήσεις να κάνει», κατέγραψε ο Χες. Όντως η επίσκεψη ολοκληρώθηκε με τον Αρχηγό των SS να επιβραβεύει με προαγωγή τον διοικητή του στρατοπέδου. Κατά την απογευματινή δεξίωση, ο Χες σημείωσε πως ο Χίμλερ «ήταν σε πολύ καλό κέφι, πρωταγωνιστώντας στη συζήτηση και όντας εξαιρετικά φιλικός, ειδικά με τις κυρίες». Την επόμενη μέρα ο Χίμλερ πήγε στο στρατόπεδο των γυναικών, «παρακολούθησε το κλάμα μιας γυναίκας εγκληματία», και «συζήτησε με ορισμένες γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά για τις φανατικές πεποιθήσεις τους». Στην τελική ομιλία του λίγο πριν φύγει, ο Χίμλερ διέταξε την εντατικοποίηση των εκτελέσεων και πίεσε τον Χες να ολοκληρώσει την κατασκευή ενός νέου στρατοπέδου στο Μπίρκεναου το συντομότερο. Από τον Ιούλιο και μετά, άρχιζαν να έρχονται οι Γερμανοί Εβραίοι, πρώτα από τη Βιέννη, και από τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο, από το Βερολίνο. Τρένα άρχισαν να φέρνουν Εβραίους από τη Ρουμανία, την Κροατία, την Φινλανδία, την Νορβηγία και μετέπειτα από τη Βουλγαρία, την Ιταλία και από την Ουγγαρία, την Σερβία, την Δανία, την Ελλάδα και τη νότια Γαλλία.

[...]

Το Άουσβιτς από πολλές απόψεις ήταν μια πρότυπη γερμανική πόλη στη νεοκατεκτημένη Ανατολή. Από τον Μάρτιο του 1941 υπήρχαν 700 φύλακες SS που εργάζονταν στο στρατόπεδο, αριθμός που θα αυξανόταν σε 2.000 μέχρι τον Ιούνιο του 1942. Συνολικά, σε όλη την περίοδο ύπαρξης του στρατοπέδου, περίπου 7.000 άνδρες του SS εργάστηκαν εκεί κάποια στιγμή. Τα SS και οι οικογένειές τους, εφόσον είχαν, ζούσαν στην πόλη μαζί με γραμματείς και διοικητικούς υπαλλήλους. Πραγματοποιούνταν συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις από θιάσους όπως το Κρατικό Θέατρο της Δρέσδης, υπήρχε μια παμπ (με ένα διαμέρισμα από πάνω για τον Χίμλερ, που ουσιαστικά ποτέ δεν χρησιμοποίησε) και ένα ιατρικό κέντρο. Οι άνδρες των SS είχαν πλήρεις προμήθειες τροφίμων και τακτικές άδειες. Αν είναι ανύπανδροι, μπορούσαν να δεχτούν επισκέψεις από τις φιλενάδες τους, ή, αν ήταν παντρεμένοι και οι οικογένειες τους κατοικούσαν αλλού στο Ράιχ, από τις γυναίκες τους, συνήθως τη ζεστή περίοδο του καλοκαιριού. Νέα σπίτια χτίζονταν για το προσωπικό του στρατοπέδου, και κοντά βρισκόταν η γιγαντιαία εγκατάσταση χημικών της I. G. Farben στο Monowitz. Όλα αυτά έκαναν το Άουσβιτς ένα μεγάλο οικονομικό κέντρο που απασχολούσε Γερμανούς μάνατζερ, επιστήμονες, διοικητικά στελέχη και γραμματείς. Η δημιουργία ενός ενιαίου συγκροτήματος που συνδύαζε κατοικίες, ένα εργοστάσιο, ένα στρατόπεδο εργασίας και ένα κέντρο εξόντωσης προεικόνιζε ένα είδος αστικής κοινότητας από αυτές που θα μπορούσαν να ιδρυθούν σε άλλα μέρη της γερμανικής Ανατολής, τουλάχιστον μέχρι την τελική ολοκλήρωση του Γενικού Σχεδίου για την Ανατολή. Η μόνη αιτία για παράπονα από τη μεριά των κατοίκων της πόλης ήταν η δυσάρεστη οσμή πάνω από την πόλη και την πτέρυγα κατοικίας των SS από τα κρεματόρια του στρατοπέδου.
Κατά τη διάρκεια της συνολικής περιόδου ύπαρξης του στρατοπέδου, τουλάχιστον 1,1 εκατομμύριο και πιθανότατα ως και 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς. Το 90% αυτών, πιθανόν περίπου 960.000, ήταν Εβραίοι, δηλαδή ανάμεσα σε 1/5 και 1/4 του συνολικού αριθμού των Εβραίων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Περιλαμβάνονταν 300.000 Εβραίοι από την Πολωνία, 69.000  από την Γαλλία, 60.000 από την Ολλανδία, 55.000 από την Ελλάδα, 46.000 από την Τσεχοσλοβακία (το Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας), 27.000 από την Σλοβακία, 25.000 από το Βέλγιο, 23.000 από την Γερμανία (το «Παλαιό Ράιχ»), 10.000 από την Κροατία, 6.000 από την Ιταλία, ο ίδιος αριθμός από την Λευκορωσία, 1.600 από την Αυστρία και 700 από την Νορβηγία. Κατά την τελευταία περίοδο του πολέμου, περίπου 394.000 Ούγγροι Εβραίοι οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων και εξοντώθηκαν. Περισσότεροι από 70.000 μη Εβραίοι Πολωνοί εκτελέστηκαν, 21.000 Τσιγγάνοι, 15.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και πάνω από 15.000 άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη. Η μειοψηφία όσων «επιλέχτηκαν» για εργασία, καταγράφηκαν κατά την άφιξή τους και ένας αριθμός εντυπώθηκε με τατουάζ στο μπράτσο τους. Ήταν περίπου 40.000 και περίπου οι μισοί από αυτούς ήταν Εβραίοι. Τουλάχιστον οι μισοί από τους καταγεγραμμένους κρατούμενους πέθαναν από υποσιτισμό, ασθένειες, εξάντληση ή υποθερμία.
Ο Ρούντολφ Χες αργότερα ομολόγησε πως έβρισκε δύσκολο να εκτελεί τα καθήκοντά του, ως διοικητής της μεγαλύτερης βιομηχανίας θανάτου στην ιστορία, με ηρεμία πνεύματος.

Έπρεπε να τα παρακολουθώ όλα. Έπρεπε να βλέπω κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, την απομάκρυνση και την καύση των πτωμάτων, την εξαγωγή των δοντιών, το κόψιμο των μαλλιών, όλη αυτή τη φρικαλέα ατελεύτητη εργασία... Έπρεπε να κοιτάζω από το ματάκι των θαλάμων αερίων και να παρακολουθώ την ίδια τη διαδικασία του θανάτου, επειδή οι γιατροί ήθελαν να το βλέπω. Έπρεπε να τα κάνω όλα αυτά γιατί ήμουν αυτός που είχε όλα τα μάτια πάνω του, γιατί έπρεπε να τους δείξω ότι δεν έδινα απλά τις διαταγές και έφτιαχνα τους κανονισμούς αλλά ήμουν έτοιμος ο ίδιος να είμαι παρών σε κάθε καθήκον που έδινα στους υφισταμένους μου.

Οι υφιστάμενοί του συχνά τον ρωτούσαν, «ήταν αναγκαίο να τα κάνουν όλα αυτά; Ήταν αναγκαίο να εξοντωθούν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες και παιδιά;» Ο Χες αισθανόταν πως «έπρεπε να τους πει ότι η εξόντωση των Εβραίων έπρεπε να γίνει, ώστε η Γερμανία και το μέλλον της να ελευθερωθεί για πάντα από τους αδίστακτους αντιπάλους της». Αντισημίτης ως το τέλος, ο Χες μετά τον πόλεμο θεωρούσε πως ο αντισημιτισμός «ήρθε στο προσκήνιο μόνο όταν οι Εβραίοι είχαν προχωρήσει πολύ στο κυνήγι της κατάκτησης της εξουσίας, και τα σατανικά τους σχέδια ήταν πολύ φανερά για να τα ανεχτεί η κοινή γνώμη». Δεσμευμένος από αυτές τις αντιλήψεις στη δουλειά του, ο Χες ένιωθε πως έπρεπε να καταστείλει κάθε αμφιβολία καθώς ακολουθούσε αυτό που πίστευε ότι ήταν οι εντολές του Χίτλερ. Όφειλε στους υφισταμένους του να μην δείξει κανένα σημάδι αδυναμίας. Η «σκληρότητα» ήταν στο κάτω-κάτω η βασική αρχή των SS. «Έπρεπε να εμφανίζομαι παγερά αδιάφορος σε γεγονότα που θα έσκιζαν την καρδιά οποιουδήποτε είχε ανθρώπινα αισθήματα», θυμόταν αργότερα. «Έπρεπε να παρακολουθώ παγερά καθώς μητέρες με παιδιά που γελούσαν ή έκλαιγαν, έμπαιναν στους θαλάμους αερίων». Ειδικά μετά ένα απόγευμα πίνοντας με τον Άντολφ Άιχμαν, ο οποίος «έδειχνε τελείως εμμονικός με την ιδέα να εξοντώσει κάθε Εβραίο που θα μπορούσε να βρει», ο Χες αντιλήφθηκε πως έπρεπε να καταπιέσει κάθε ανθρώπινο συναίσθημα: «μετά από αυτές τις συζητήσεις με τον Άιχμαν, έφτασα να θεωρώ πως τέτοια αισθήματα ήταν προδοσία του Φύρερ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου