Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Το χρήμα στην Ελεύθερη Ελλάδα

( δημοσιεύτηκε στο ένθετο Αναγνώσεις, στην Αυγή της Κυριακής, που κυκλοφόρησε Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011 )

Από το καλοκαίρι του 1943, ο σχηματισμός της Ελεύθερης Ελλάδας σε μια σχετικά σταθερή βάση καθιστά αναγκαία τη μελέτη των χαρακτηριστικών αυτής της επικράτειας που, χάρη στη δράση του ΕΛΑΣ, συγκροτείται σε ένα οιονεί κρατικό μόρφωμα। Στις μέχρι τώρα μελέτες του φαινομένου της Αντίστασης, και της ιστορίας της περιόδου γενικότερα, η μεγαλύτερη έλλειψη εντοπίζεται στο πεδίο των οικονομικών λειτουργιών, τόσο της χώρας επί Κατοχής γενικά όσο και της Ελεύθερης Ελλάδας ειδικότερα. Όμως η παρουσίαση της πολεμικής δράσης και των κατορθωμάτων του ΕΛΑΣ και των λαϊκών θεσμών αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης και των πολιτικών πρωτοβουλιών του ΕΑΜ μένει μετέωρη και ανολοκλήρωτη, στο βαθμό που δεν συσχετίζεται με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του χώρου και των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν την ίδια περίοδο.

Οι δυσκολίες για αυτό το εγχείρημα είναι μεγάλες, καθώς οι πηγές είναι συγκριτικά λιγοστές και οι μαρτυρίες φειδωλές, αν τις συγκρίνουμε π.χ. με την εξιστόρηση πολεμικών ανδραγαθημάτων, μικρών και μεγάλων μαχών ενάντια στους κατακτητές. Παρ’ όλα αυτά, η εξέταση αυτής της διάστασης είναι παραπάνω από αναγκαία, καθώς μπορεί να μας δείξει τις δυνατότητες και τα όρια του «εαμικού» εγχειρήματος, αλλά και των κοινωνικών συμμαχιών και αντιθέσεων, τα προβλήματα και τις πιθανές λύσεις τους, να ερμηνεύσει εν τέλει τις επιλογές του ΕΑΜ και της ΠΕΕΑ, τον επίσημο λόγο τους, τις σταθερές και τις αλλαγές της πολιτικής τους. Με δυο λόγια, χωρίς τη μελέτη των οικονομικών λειτουργιών θα μείνουμε παγιδευμένοι σε μια μυθολογική εξιστόρηση, με θετικό ή αρνητικό πρόσημο, όπου τον πρώτο λόγο θα έχει ακαθόριστα η ατομική ή η συλλογική βούληση, ο ηρωισμός και η προδοσία, ενώ τα γεγονότα θα παρουσιάζονται και θα παραμένουν έρμαια εύκολων αναθεωρήσεων και ιδεολογικών χρήσεων, για πολιτικούς σκοπούς, αναθέματα και δικαιώσεις.
Γιάννης Κολιός- Χωρίς τίτλο
Στα πλαίσια αυτού του σημειώματος, θα αναφερθούμε στις βασικές πτυχές ενός σημαντικού ζητήματος – του χρήματος στην Ελεύθερη Ελλάδα. Σχετικά ζητήματα που εμπίπτουν στη ίδια προβληματική είναι η παραγωγή της Ελεύθερης Ελλάδας και η σύγκρισή της με τη διεθνή βοήθεια που φτάνει στα λιμάνια της κατεχόμενης Ελλάδας, η φορολογία αυτής της παραγωγής και της διακίνησης των αγαθών από τον ΕΛΑΣ, οι μισθοί και οι τιμές στην Ελεύθερη Ελλάδα, η οικονομική πολιτική της ΠΕΕΑ και άλλα ζητήματα παρόμοιας φύσης. Αλλά ας γυρίσουμε στο θέμα μας.
Το ζήτημα του χρήματος έχει διάφορες πλευρές που μπορούν ίσως να μας φωτίσουν γενικότερες διεργασίες. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να παρατηρήσουμε είναι ότι υπάρχει στην Ελεύθερη Ελλάδα η ανάγκη για χρήμα. Αυτή η ανάγκη φανερώνεται από την επιβίωση της δραχμής για αρκετό διάστημα, τη ζήτηση της λίρας, τις προσπάθειες οργάνωσης ισοτιμιών μεταξύ του κυρίως μέσου πληρωμής δηλαδή του σταριού (και δευτερευόντως του καλαμποκιού) και της λίρας αρχικά, αλλά και ενός τίτλου (είδους τραπεζογραμματίου-ομόλογου) πληρωτέου σε στάρι, που εξέδωσε η ΠΕΕΑ. Δεν υποτιμούμε την έκταση του αντιπραγματισμού (τροκ) αλλά όλα μας δείχνουν πως το κύριο προϊόν που ανταλλασσόταν, το σιτάρι, γινόταν ανταλλακτικό ισοδύναμο, δηλαδή χρήμα.
Η ανάγκη χρήματος μας δείχνει την ύπαρξη εμπορικών συναλλαγών. Αυτό το εμπόριο και η σημασία του φαίνεται και από τη μεθοδική φορολόγηση της μεταφοράς αγαθών από τις υπηρεσίες του ΕΛΑΣ αρχικά και της ΠΕΕΑ αργότερα. Τι κρατάει ζωντανή την αγορά; Καταρχάς, η ανταλλαγή ειδών μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών περιοχών, δηλαδή κυρίως του σταριού στα ανατολικά με το λάδι στα δυτικά. Αυτές οι ανταλλαγές γίνονταν και απευθείας ανάμεσα στα δύο είδη και με άλλα είδη της κτηνοτροφίας (σφάγια, τυρί) και της ορεινής και ημιορεινής παραγωγής (ξηροί καρποί, τσίπουρο, ξυλεία). Από δω ξεπηδά η χρήση του σιταριού ως ανταλλακτικού ισοδύναμου.
Επίσης σημαντικό ρόλο στην οικονομία διαδραμάτιζαν οι ένοπλοι σχηματισμοί, κυρίως ο ΕΛΑΣ αλλά και ο ΕΔΕΣ, καθώς χρειάζονταν σεβαστές ποσότητες αγαθών για τη συντήρησή τους. Ιδιαίτερο ρόλο κατείχε η βρετανική αποστολή ως διοχετευτής λιρών στην ύπαιθρο. Με τη δημιουργία του Κοινού Γενικού Στρατηγείου το καλοκαίρι του 1943 καθορίστηκε και η οικονομική ενίσχυση των αντάρτικων οργανώσεων από τους Συμμάχους, συγκεκριμένα η χορήγηση μιας λίρας κάθε μήνα ανά μόνιμο αντάρτη και μισής λίρας ανά μεγαλόσωμο μεταφορικό ζώο. Η χορήγηση αυτής της βοήθειας για τον ΕΛΑΣ έγινε για μικρό χρονικό διάστημα, κυρίως μέχρι τις συγκρούσεις ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ τον Οκτώβριο του 1943. Σε αυτήν την περίοδο, από το καλοκαίρι του ’43, οι ένοπλοι σχηματισμοί διοχέτευαν στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας τις λίρες που λάμβαναν από την βρετανική αποστολή, διαμορφώνοντας τη ζήτηση και τις τιμές.
Το χρήμα (δηλαδή οι λίρες) που έφτανε στους παραγωγούς για τρόφιμα τόνωσε σε ένα βαθμό και την εμπορική κίνηση μεταξύ της υπαίθρου και των πόλεων. Υπάρχουν μαρτυρίες για αρκετούς αγωγιάτες που ήταν πρόθυμοι να προμηθεύσουν οτιδήποτε σε μια καλή τιμή. Και ο ΕΛΑΣ για τα είδη που είχε ανάγκη –όχι μονάχα τρόφιμα αλλά και μια σειρά άλλα είδη– ψώνιζε από τις κατεχόμενες πόλεις της Θεσσαλίας αλλά και από την Αθήνα.
Υπάρχει όμως η αίσθηση ότι η ροή, η κυκλοφορία του νομίσματος δεν είναι σταθερή αλλά μειώνεται. Το νόμισμα σταδιακά αποσύρεται από την κυκλοφορία. Όσον αφορά τα νομίσματα-αντικείμενα-εμπορεύματα που είναι μονάχα μέσα πληρωμής, δηλαδή κυρίως το στάρι, αλλά και το καλαμπόκι, το λάδι και άλλα αγαθά ανάλογα την περιοχή, αφού ανταλλαγούν μια ή δυο φορές, πραγματοποιούν την αξία χρήσης τους, δηλαδή καταναλώνονται. Η δε χρυσή λίρα, με την επιπλέον ιδιότητά της ως μέσο αποθησαύρισης, φαίνεται κάπου να σταματά την κυκλοφορία της και να αποθησαυρίζεται. Ποιος «τραβάει» το χρυσό; Οι λίρες που διοχετεύονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα από τη βρετανική αποστολή ήταν γενικά μεγάλης αξίας μονάδες για τις τρέχουσες συναλλαγές, παρά την υπερκοστολόγηση των υπηρεσιών προς τους Βρετανούς. Μια λίρα ισοδυναμούσε μέχρι και 100 οκάδες στάρι, 130 κιλά δηλαδή.
Οι βρετανοί σύνδεσμοι είχαν διαμηνύσει την άνοιξη του 1943 ότι είχαν ανάγκη από μεγάλες ποσότητες δραχμών.[1] Πριν την «έκλειψη» της δραχμής, λίρες διοχετεύονταν στις πόλεις για να «σπάσουν» σε δραχμές.[2] Μέσω του ΕΛΑΣ (Επιμελητεία του Αντάρτη - ΕΤΑ) ένα μέρος διοχετευόταν επίσης προς τις πόλεις για την αγορά των αναγκαίων ειδών. Ο έλεγχος αυτών των κινήσεων ήταν αδύνατος και όσοι απασχολούνταν σε αυτές τις υπηρεσίες ήταν πολυάριθμοι και όχι «δοκιμασμένοι», με αποτέλεσμα να γίνονται καταχρήσεις και υπεξαιρέσεις. Η θεσσαλική Μεραρχία συνέστησε στην Καλαμπάκα υπηρεσία ελέγχου από τον Ιούλιο του ’43, χωρίς να εξαλείψει το φαινόμενο αυτό.[3]
Ενδείξεις υπάρχουν για την αποθησαύριση μέρους αυτού του πλούτου και στην ύπαιθρο. Ο βρετανός ταγματάρχης Worrall παρατήρησε αυτό το φαινόμενο στη νοτιοδυτική Θεσσαλία. Για την κατασκευή του αεροδρομίου στη Νεράιδα, δόθηκε από τους Βρετανούς το ποσό των 740 λιρών το 1943 και το ίδιο ποσό θα δινόταν και το 1944, ως αποζημίωση για τη χαμένη σοδειά. Επιπλέον, το ιταλικό στρατόπεδο στη Νεράιδα είχε ξοδέψει τουλάχιστον 3.000 λίρες στις ντόπιες αγορές, ενώ για τη φιλοξενία των ιταλών αιχμαλώτων ξοδεύονταν μηνιαία άλλες 3.000 λίρες στα 300 χωριά που τους φιλοξενούσαν. Μόνο όμως οι φτωχότεροι ξόδευαν τις λίρες τους και αυτό πριν τον ερχομό της νέας σοδειάς.[4] Οι ευπορότεροι παραγωγοί είχαν την ευχέρεια να κρατούν τις λίρες που εισέπρατταν για τα προϊόντα τους αλλά και να απορροφούν τις λίρες των φτωχότερων με αντάλλαγμα τρόφιμα στις περιόδους εξάντλησης των αποθεμάτων και για την πώληση σπόρων. Λόγω αυτών των λειτουργιών, το νόμισμα, τόσο σε είδος όσο και σε λίρες, αποσυρόταν από την κυκλοφορία. Αν στην Αθήνα υπήρχαν και άλλοι τρόποι αποθησαύρισης του πλούτου που δημιουργούνταν στην Κατοχή (ακίνητα, μετοχές), στην επαρχία μάλλον οι χρυσές λίρες ήταν ο πιο προσιτός τρόπος.[5]
Η ανάγκη μιας σταθερής νομισματικής κυκλοφορίας για τη διευκόλυνση της αγοράς, μαζί με άλλους οικονομικούς αλλά και πολιτικούς παράγοντες, φαίνεται πως οδήγησε την κεντρική εξουσία της Ελεύθερης Ελλάδας, την ΠΕΕΑ, στην έκδοση νομίσματος με τη μορφή ομολογιών σε στάρι. Οι γενικότερες όμως εξελίξεις δεν επέτρεψαν σε αυτό το οικονομικό πείραμα να εφαρμοστεί σε έκταση.



[1] ΓΑΚ, Αρχείο Εμμανουήλ Τσουδερού, αποστολή Β, φάκελος 7, έγγραφο 29.
[2] Ο Αρσενίου αναφέρει πως σεβαστό ποσό λιρών μετατρεπόταν-ανταλλασσόταν με δραχμές στο υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδας στα Τρίκαλα. Ο υπεύθυνος υπάλληλος (Κίτσιος Παπαζαχαρίας) χρησιμοποιούσε μετέπειτα τις λίρες για τη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων, βλ. Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, 1ος τόμος, Λάρισα, «έλλα», 1999, σ. 310.
[3] ΓΑΚ Λάρισας, Αρχείο Λάζαρου Αρσενίου, φάκελος 2 (αρχείο Μπαλή).
[4] PRO HS 5/636: Report on Italian relief by Major P. WORRALL – officer in charge of Italian relief measures.
[5] Ευγενία Μπουρνόβα, Ιστορική δημογραφία και ιστορία της καθημερινότητας στη Ραψάνη από το 1900 έως το 1950, Αθήνα, Πλέθρον, 1995, σ. 136-137: «Σ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής ο Δημήτριος ανέπτυξε πολλές δραστηριότητες και μετακινήθηκε πολλές φορές από το χωριό. Πήγαινε στην Αθήνα όπου αγόραζε σταφίδα, ψιλή και μαύρη, για να φτιάχνει τσίπουρο στη Ραψάνη. Στη συνέχεια πουλούσε το τσίπουρο στη Λάρισα, στη μαύρη αγορά. Τα χρήματα τα “έφτιαξε λίρες”».

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - Η Ελλάδα στη δίνη του πολέμου

Την Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011 κυκλοφορεί το τεύχος αφιέρωμα του Ε-Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας για την 28η Οκτωβρίου 1940


1. Βαγγέλης Τζούκας, Η πορεία προς το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: μια συνοπτική επισκόπηση

2. Φοίβος Οικονομίδης, Η ιστορία των ελληνοιταλικών σχέσεων.

3. Βαγγέλης Αγγελής, Ο Ιωάννης Μεταξάς και ο πόλεμος του '40

4. Γιάννης Σκαλιδάκης, Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας και ο πόλεμος

5. Γιώργος Μαργαρίτης, Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα

6. Γιώργος Μαργαρίτης, Οι Έλληνες πολέμησαν μόνοι...


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Αποκαταστάσεις και πολιτικοί χειρισμοί




Το τελευταίο διάστημα, το ΚΚΕ ζει στον αστερισμό των αποκαταστάσεων του Νίκου Ζαχαριάδη, του Άρη Βελουχιώτη και του Νίκου Βαβούδη, αποτέλεσμα των διαδικασιών για τη συγγραφή του Δοκιμίου για την Ιστορία του Κόμματος από το 1949 ως το 1968, που κατέληξαν στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ για το θέμα αυτό το περασμένο καλοκαίρι. Οι αποκαταστάσεις αυτές πήραν ευρεία δημοσιότητα με δημοσιεύματα στον κομματικό τύπο και την οργάνωση δημόσιων εκδηλώσεων ενώ η όλη ιστορία κίνησε το ενδιαφέρον και των ΜΜΕ με αρκετά άρθρα, συνεντεύξεις και παρεμβάσεις δίνοντας έναυσμα για έναν ακόμα γύρο δημόσιου διαλόγου για την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα θέλαμε να βάλουμε και εμείς με τη σειρά μας ορισμένες παραμέτρους, ιστορικού και πολιτικού περιεχομένου.
Το ΚΚΕ διακηρύσσει πως είναι το μοναδικό κόμμα που μελετά επιστημονικά την ιστορία του και εκθέτει τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης στην εργατική τάξη ώστε εκείνη να ισχυροποιηθεί στην πάλη της. Η πραγματικότητα δείχνει παρ’ όλα αυτά πως το ΚΚΕ, όπως και όλα τα κόμματα, φωτίζει και ερμηνεύει κατά το δοκούν την ιστορία του, στην περίπτωση του ΚΚΕ την ιστορία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, με κύριο σκοπό την επιβεβαίωση των πολιτικών του επιλογών και στάσεων στην εκάστοτε μεταγενέστερη συγκυρία. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να επαληθευτεί αν κοιτάξει κανείς διαχρονικά τις διαφορετικές ερμηνείες που έχει δώσει το ΚΚΕ για την πρότερη πολιτική του, είτε σε ιστορικά δοκίμια είτε και σε κομματικά ντοκουμέντα, και να συσχετίσει αυτές τις ερμηνείες με την εκάστοτε πολιτική του γραμμή και στάση. Εν πολλοίς, αυτή η χρήση της ιστορίας από τους πολιτικούς φορείς είναι κατανοητή και ερμηνεύσιμη – δεν πρόκειται για επιστημονικά ιδρύματα αλλά για ζωντανά κόμματα, για τα οποία η ιδεολογία και η προπαγάνδα είναι πολιτικά όπλα για την επίτευξη των στόχων τους. Στην περίπτωση όμως της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ αυτή η κατανοητή κατά τα άλλα στάση έχει μετατραπεί σε μια προβολή, συγχωρείστε μας την παρομοίωση, εικονικής πραγματικότητας, ένα είδος «επιστροφής στο μέλλον» που δικαιολογημένα δημιουργεί μια απορία για την πολιτική της στόχευση.
Μιλώντας αναγκαστικά συνοπτικά: η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ μετά την περίοδο κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, διάλεξε να επιβιώσει οργανωτικά προβάλλοντας –κι εκμεταλλευόμενο– την αγωνιστική ιστορία του κόμματος σε πλήρη αναντιστοιχία με το πώς πολιτευόταν η ίδια. Και αυτό έγινε με την ελάχιστη δυνατή αυτοκριτική κρύβοντας τις βαθιές τομές που επιτελέστηκαν στην ιστορία του κόμματος ώστε να μπορέσει να προβάλει μια ενιαία ιστορία που να συμπεριλαμβάνει τόσο την επαναστατική του κληρονομιά όσο και τη μετέπειτα συμβιβαστική και συντηρητική του πολιτεία –αναθεωρητισμός, ρεφορμισμός και οπορτουνισμός είναι οι κατάλληλες εκφράσεις στην οικεία ορολογία. Με το πέρασμα ενός ικανού χρονικού διαστήματος έχουμε φτάσει στο σημείο σήμερα να γίνεται αυτοκριτική τοποθέτηση σε σταθμούς αυτής της τομής στην ιστορία του κόμματος, όπως π.χ. στη διάλυση των παράνομων οργανώσεων του κόμματος ή την επέμβαση της Σοβιετικής Ένωσης στο εσωτερικό του τη δεκαετία του ’50 και αυτό να παρουσιάζεται ως καρπός της ωρίμανσης της εσωκομματικής συζήτησης παραβλέποντας βεβαίως ότι αυτά τα ζητήματα είχαν τεθεί από τους κομμουνιστές από τότε και αυτοί είχαν αντιμετωπιστεί με διαγραφές και προγραφές ως αντικομματικά-αντισοβιετικά στοιχεία και φυσικά ως… ζαχαριαδικοί.
Έχοντας αποσυνδέσει την επαναστατική κληρονομιά από τα καθήκοντα του σήμερα, η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί ανέξοδα να υπερπροβάλει την πρώτη με κάθε ευκαιρία στήνοντας πλακέτες από το Γράμμο μέχρι τη Γαύδο και να γαλουχεί τα νεότερα μέλη με συνθήματα για την υπερενηντάχρονη ιστορία και τους αλύγιστους κομμουνιστές. Το πόσο επιφανειακά είναι όλα ετούτα μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος συγκρίνοντας χωρίς ιδιαίτερο κόπο, π.χ. τους κοπιώδεις αγώνες των κομμουνιστών το ’30, το ’40 και το ’50 για τη σύναψη και της μικρότερης δυνατής συμμαχίας, την τακτική και τη στρατηγική για την εφαρμογή της πολιτικής γραμμής της ενότητας για την πάλη ενάντια στον κύριο εχθρό με τη σημερινή αυτάρεσκη περιχαράκωση και αφ’ υψηλού κατήχηση του λαού από την ηγεσία και τα στελέχη του ΚΚΕ.
Για να περάσουμε στο επίδικο των αποκαταστάσεων, στην ομιλία του για την αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη στη Λαμία, ο Τηλέμαχος Δημουλάς, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, μιλώντας για τους «οπορτουνιστές» ανέφερε μια αποστροφή του Χαρίλαου Φλωράκη: «Παινεύουν τους πεθαμένους, για να θάψουν τους ζωντανούς». Πιθανόν δεν σκέφτηκε πως η αποστροφή αυτή μπορεί να ταιριάζει στη στάση της ίδιας της ηγεσίας του ΚΚΕ. Θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να παρουσιάσουμε τις κατηγορίες που δέχτηκαν οι αποκατασταθέντες, και ειδικά ο Νίκος Ζαχαριάδης, και ζωντανός και πεθαμένος πριν αρχίσουν τα παινέματα. Ο ίδιος μάλλον δεν θα ανεχόταν μια τέτοια αποκατάσταση που θα τον κατέτασσε σε μια ενιαία αδιατάρακτη κομματική ενότητα αν θυμηθούμε το τελευταίο του παράγγελμα από τα βάθη της Σιβηρίας: «Το κουφάρι μου το κληροδοτώ στους Μπρέζνιεφ, Κολιγιάννη, Φλωράκη και Σία. Χαλάλι τους»­. Ο δε Άρης Βελουχιώτης, καταδικασμένος εσαεί να συμβολίζει τον δηλωσία, το παλικάρι αλλά τον μη κομματικό, δεν έτυχε πλήρους κομματικής αποκατάστασης αλλά μιας δεύτερης διαλογής, απλά πολιτικής. Θα ήταν γελοίο αν δεν ήταν τραγικό, η ηγεσία του ΚΚΕ να θεωρεί τον εαυτό της θεματοφύλακα της επαναστατικής ηθικής και της κομματικότητας ώστε να στερεί από τον Βελουχιώτη την ιδιότητα του μέλους του ΚΚΕ. Ή μήπως θεωρεί ότι με τον τρόπο αυτό κραδαίνει τη δαμόκλειο σπάθη προς όλους τους αποχωρήσαντες και διαγραφέντες, πως αν ενεργήσουν ενάντια στις βουλές της, δεν θα αποκατασταθούν ποτέ; Η δε περίπτωση του Νίκου Βαβούδη, του οποίου η αποκατάσταση απλώς εκκρεμούσε για μερικές δεκαετίες, είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα για το πώς το κομμουνιστικό κίνημα δεν πρέπει να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους και δη σε όσους θυσιάστηκαν για μια καλύτερη ζωή. Εκτός κι αν συνέτρεχαν άλλοι λόγοι που θα μας αποκαλυφθούν ίσως στην επόμενη επανερμηνεία της ιστορίας του ΚΚΕ από το αρμόδιο τμήμα Ιστορίας.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Εκδήλωση Ομίλου Μελέτης Ιστορίας και Κοινωνίας

Ο Όμιλος Μελέτης της Ιστορίας και της Κοινωνίας σας καλεί την Δευτέρα 24/10, στην αίθουσα της Νοταρά 39, Εξάρχεια και ώρα 19:30 στην παρουσίαση της διδακτορικής διατριβής της Υπακοής Χατζημιχαήλ με τίτλο Συμβαλλόμενοι εν Αθήναις. Οικονομικές και κοινωνικές όψεις της Αθήνας στο πρώιμο ελληνικό κράτος 1833-1843.

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Νικητές και ηττημένοι της επανάστασης. Η πρόσληψη των γεγονότων από τους πρωταγωνιστές

(δημοσιεύτηκε στον τόμο των Ε-Ιστορικών για την Οκτωβριανή Επανάσταση, το Σάββατο 8 Οκτωβρίου)






Λένιν

Ο Λένιν είχε επιστρέψει στη Ρωσία τον Απρίλιο του 1917 μετά από χρόνια πολιτικού εκπατρισμού στο εξωτερικό. Με τις επαναστατικές Θέσεις του Απρίλη είχε βάλει το κόμμα των μπολσεβίκων στην τροχιά της ρήξης με το καθεστώς που είχε προκύψει από την επανάσταση του Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με τις θέσεις αυτές, η ιδιομορφία της συγκυρίας στη Ρωσία επέτρεπε το πέρασμα στο δεύτερο στάδιο της επανάστασης και της εξουσίας στα χέρια του προλεταριάτου, άρα δεν έπρεπε να δοθεί καμία υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση αλλά να προπαγανδίζεται το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ. Η μπολσεβίκικη επιρροή ανέβαινε καθώς η κυβέρνηση βυθιζόταν στη συνέχιση του πολέμου. Τον Ιούλιο η κυβέρνηση ανακοίνωσε την εξαπόλυση μιας μεγάλης επίθεσης στο μέτωπο. Ξέσπασαν ταραχές και η κυβέρνηση τις κατέστειλε. Η εφημερίδα των μπολσεβίκων Πράβντα έκλεισε και διατάχτηκε η σύλληψη των Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ και Λένιν. Ο πρώτος συνελήφθη και οι άλλοι δύο αναγκάστηκαν να ξαναπεράσουν στην παρανομία και να βρουν καταφύγιο στη γειτονική Φινλανδία.
Στα τέλη του Ιουλίου συνήλθε στην Πετρούπολη το 6ο Συνέδριο του Κόμματος, το πρώτο μετά το Συνέδριο του Λονδίνου το 1907. Προέδρευσε ο Σβερντλόφ και τις βασικές εισηγήσεις έκαναν ο Μπουχάριν και ο Στάλιν. Ο Τρότσκι, που είχε προσχωρήσει στο κόμμα και που είχε αναλάβει την εισήγηση για την πολιτική κατάσταση, είχε συλληφθεί. Ο Λένιν από την παρανομία έκανε γνωστή τη θέση του με το σύντομο κείμενο «Σχετικά με τα συνθήματα» όπου ζητούσε την εγκατάλειψη του συνθήματος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Για τον Λένιν ο χρόνος είχε περάσει και «ο ειρηνικός δρόμος εξέλιξης έχει γίνει ανέφικτος. Άρχισε ο μη-ειρηνικός, ο πιο επίπονος δρόμος». Ο Στάλιν υποστήριξε πως ήταν πιθανό η Ρωσία να ήταν η χώρα που θα έδειχνε το δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Από τη μεριά της, η Προσωρινή Κυβέρνηση, τον Αύγουστο του 1917 συγκάλεσε μια εθνική συνδιάσκεψη απ’ όλα τα κόμματα στη Μόσχα χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Δημιουργήθηκε ένα νέο σώμα, το προκοινοβούλιο για να καλύψει το πολιτικό κενό ως τη συντακτική συνέλευση. Το καθοριστικό όμως γεγονός ήταν το αντεπαναστατικό πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ. Αν και απέτυχε τελείως, δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση για την τύχη των κατακτήσεων της επανάστασης του Φεβρουαρίου. Το άστρο των μπολσεβίκων ανέβαινε ραγδαία. Ο Λένιν δεν δίστασε να ξαναπιάσει το παλιό σύνθημα «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ», σε άρθρο του στις 14ης Σεπτεμβρίου.
Τρεις μέρες αργότερα πέρασε πάλι στη Ρωσία και κρύφτηκε στο εργατικό προάστιο του Βίμποργκ για να βρίσκεται κοντά στα γεγονότα στο κέντρο της Πετρούπολης. Στο Βίμποργκ, έμενε στο σπίτι της Μαργκερίτα Βασιλίεβνα Φοφάνοβα, κομματικού στελέχους και μέλους του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Από τις πρώτες μέρες είχε ζητήσει ένα χάρτη της πόλης. Πάνω σε αυτόν χάραζε πορείες και τα βράδια έβγαινε πεζός με συνοδεία ενός οδηγού. Κατόπιν συμφωνίας με την κομματική επιτροπή του Βίμποργκ, ο Λένιν ενημέρωνε τη Φοφάνοβα για το πότε θα γυρνούσε κάθε φορά. Αν δεν έδινε σημεία ζωής, τότε έπρεπε να ειδοποιηθεί η επιτροπή. Στις 10 Οκτωβρίου, ο Λένιν έφυγε για την κρίσιμη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής όπου ψηφίστηκε η προετοιμασία της εξέγερσης. Στην επιστροφή του έπεσε σε μια περίπολο, από την οποία ξέφυγε δείχνοντας την πλαστή του ταυτότητα: Ιβανόφ, εργάτης της Σεστρορέτσκ. Προσπέρασε το σπίτι και επέστρεψε μέσα από την περίφραξη ενός πτηνοτροφείου.
Εκείνες τις μέρες ο Λένιν επιδίωκε να μαθαίνει όσα περισσότερα γίνεται για την προετοιμασία της εξέγερσης και να καθοδηγεί τα στελέχη του κόμματος. Σε ένα άλλο εργατόσπιτο του Βίμποργκ συναντήθηκε με τα μέλη της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής Αντόνοφ-Οβσέενκο, Νιέφσκι και Ποντβόισκι. Ο Λένιν συναντήθηκε με τους τρεις φορώντας περούκα και γυαλιά, που ο Οβσέενκο θυμόταν πως τον έκαναν να μοιάζει με δάσκαλο ή μουσικό ή ακόμα πωλητή μεταχειρισμένων βιβλίων. Με επιμονή ο Λένιν προσπαθούσε να βρει ενισχύσεις για την εξέγερση, στο στόλο της Βαλτικής και στο βόρειο μέτωπο.
Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή είχε συγκροτηθεί όταν η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε διατάξει τη μεταφορά τμημάτων της φρουράς της Πετρούπολης στο βόρειο μέτωπο. Η απόφαση του Σοβιέτ της Πετρούπολης για τη δημιουργία της Επιτροπής ήταν προγενέστερη από την απόφαση των μπολσεβίκων για εξέγερση στις 10 Οκτωβρίου και μάλιστα προερχόταν από τους μενσεβίκους. Όταν όμως συγκροτήθηκε η Επιτροπή στις 16 Οκτωβρίου και άρχισε να λειτουργεί τέσσερις μέρες αργότερα με πρόεδρο τον Τρότσκι, ως πρόεδρο του Σοβιέτ της Πετρούπολης, και εκτελεστικό πρόεδρο τον Ποντβόισκι, είχε περάσει στον ολοκληρωτικό έλεγχο των μπολσεβίκων. Θα γινόταν το κύριο όργανο της εξέγερσης.
Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο μεγάλωνε η αγωνία του Λένιν για την επιτυχία της εξέγερσης. Η δημόσια διαφοροποίηση των Κάμενεφ και Ζηνόβιεφ τον είχε εξοργίσει. Πλέον δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στις 24 Οκτωβρίου η Φοφάνοβα βιάστηκε να γυρίσει σπίτι της και να πληροφορήσει τον Λένιν για την κατάσταση στην πόλη. Φήμες ακούγονταν για το χωρισμό της πόλης στα δύο με το σήκωμα των γεφυρών. Ο λαός είχε ξεχυθεί στους δρόμους, πάνω στα τραμ είχαν κρεμαστεί πανώ με μια λέξη: Ψωμί!
Ο Λένιν έγραψε ένα γράμμα στην Κεντρική Επιτροπή και το έστειλε με την Φοφάνοβα ζητώντας να βγει∙ η απάντηση που μετέφερε η Ναντιέζνα Κρούπσκαγια ήταν αρνητική. Αυτό επαναλήφθηκε άλλη μια φορά μέσα στη μέρα. Ο Λένιν ήταν πλέον σε αναμμένα κάρβουνα. Στις εννέα το βράδυ ζήτησε από τη Φοφάνοβα να μεταφέρει το αίτημα του μέσω της κομματικής επιτροπής του Βίμποργκ για τρίτη –και τελευταία– φορά. Είχε άλλωστε πάρει την απόφασή του. Της είπε: «Αδύνατον να περιμένουμε. Μπορεί όλα να χαθούν. Θα σας περιμένω μέχρι τις έντεκα».
Όταν η Φοφάνοβα επέστρεψε στις έντεκα παρά δέκα, ο Λένιν είχε φύγει. Κάτω από ένα πιάτο υπήρχε ένα σημείωμα: «Πήγα εκεί που εσείς δεν θέλατε να πάω. Εις το επανιδείν. Ίλιτς». Η υπογραφή με το αληθινό όνομα του έδειχνε ότι είχε διαβεί το Ρουβίκωνα. Η Φοφάνοβα συναισθανόμενη την κρισιμότητα των στιγμών παρέλειψε το κομματικό της καθήκον να ενημερώσει την επιτροπή του Βίμποργκ, ανέβηκε σε ένα τραμ και κατευθύνθηκε προς το Σμόλνι. Κατά τα μεσάνυχτα, στην επιτροπή του Βίμποργκ αποφασίστηκε να πάει στο σπίτι-κρυσφήγετο η Κρούπσκαγια. Η δεκαεξάχρονη Ελιζαμπέτα Γιακόβλεβνα Ντράμπκινα, που ασχολιόταν με τη μεταγραφή οδηγιών για το μοίρασμα όπλων και άλλων εντολών, αποφασίστηκε να τη συνοδέψει, σαν μια εγγονή που ψάχνει γιατρό για τη γιαγιά της. Από τις όχθες του Νέβα ακούγονταν πυροβολισμοί. Όταν έφτασαν στο σπίτι της Μαργκερίτα Βασιλίεβνα, ανακάλυψαν πως ο Λένιν είχε φύγει. Όταν επέστρεψαν στην επιτροπή, η Κρούπσκαγια είπε μόνο: «Στο Σμόλνι! Γρήγορα στο Σμόλνι!»

Σμόλνι

Το Ινστιτούτο Σμόλνι, το επιτελείο των μπολσεβίκων, βρισκόταν στις άκρες της παλιάς Πετρούπολης στις όχθες του ποταμού Νέβα. Χτισμένο το 1808 από τον Τζιάκομο Κουαρένγκι σε παλλαδιανό ρυθμό ως το πρώτο εκπαιδευτικό ίδρυμα θηλέων ευγενικής καταγωγής, πήρε το όνομά του από τον κοντινό καθεδρικό ναό. Το σύμπλεγμα του Σμόλνι προοριζόταν για γυναικεία μονή που θα στέγαζε την Ελισάβετ, κόρη του Μεγάλου Πέτρου αλλά όταν εκείνη τελικά ανέβηκε στο ρωσικό θρόνο, η μονή δεν λειτούργησε ποτέ. Ο επιβλητικός καθεδρικός ναός της Αναστάσεως με τους χρυσογάλαζους τρούλους εγκαινιάστηκε τελικά το 1835.
Το Ινστιτούτο ήταν ένα τεράστιο οικοδόμημα∙ τα κυρίως κτίρια απλώνονταν παράλληλα και η ημικυκλική πρόσοψη δημιουργούσε μια εκτεταμένη αυλή. Κάποτε δεσποινίδες ευγενικής καταγωγής από όλη τη Ρωσία έρχονταν για να λάβουν μια «σωστή εκπαίδευση». Από τον Αύγουστο όμως του 1917 είχαν μεταφερθεί εδώ το Σοβιέτ της Πετρούπολης αλλά και η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ. Ακολούθησαν η Κεντρική Επιτροπή των μπολσεβίκων και η τοπική μπολσεβίκικη οργάνωση της πόλης. Πάνω από τις παλιές επιγραφές από σμάλτο με τους αριθμούς των τάξεων κρέμονταν καρφιτσωμένα χαρτιά με τα αρχικά επιτροπών και τα ονόματα των οργανώσεων. Οι αρβύλες των φαντάρων μετέφεραν στους διαδρόμους και τα πατώματα τη λάσπη από τα τέλματα που σχηματίζονταν στην αυλή του Σμόλνι. Στο τρίτο πάτωμα, εκεί όπου ήταν προηγουμένως εγκατεστημένο το στρατιωτικό τμήμα του Σοβιέτ της Πετρούπολης, βρισκόταν η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή.
Η Επιτροπή από τις 20 Οκτωβρίου είχε αρχίσει πυρετώδεις ετοιμασίες για την εξέγερση. Στο Σμόλνι στρατιώτες πηγαινοέρχονταν όλη τη διάρκεια της ημέρας δίνοντας και παίρνοντας εντολές, παντού δημιουργούνταν νέα πόστα και η Επιτροπή όριζε κομισάριους σε κάθε στρατιωτικό τμήμα. Ο Αλεξάντρ Ίλιν Ζενέφσκι, μέλος του κόμματος από το 1912, έλαβε στις 21 Οκτωβρίου το αξίωμα του επιτρόπου ενός τάγματος φλογοβολιστών. Ανεβαίνοντας στην Επιτροπή, ο Ποντβόισκι του ανέθεσε το πόστο του επίτροπου στο σύνταγμα Γρεναδιέρων. Στη διαμαρτυρία του πως είχε ήδη άλλο πόστο, η απάντηση ήταν: «Δεν υπάρχει πρόβλημα, θα κάνετε και τα δύο». Στο σύνταγμα Γρεναδιέρων ο Ζενέφσκι συγκάλεσε συνέλευση των στρατιωτών και η πρότασή του για την υπεράσπιση του Σοβιέτ της Πετρούπολης υπερψηφίστηκε. Όπως σημείωσε και ο Τρότσκι, ακόμα και τις παραμονές της εξέγερσης, αυτή νοούνταν με όρους άμυνας και όχι επίθεσης: «οργάνωση των ένοπλων δυνάμεων του προλεταριάτου για την καταπολέμηση της αντεπανάστασης και την υπεράσπιση των κατακτήσεων της επανάστασης».
Την επόμενη μέρα, στις 22 Οκτωβρίου, μαθεύτηκε πως η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε δώσει διαταγή για το χωρισμό των γεφυρών του Νέβα κόβοντας την πόλη από τα περίχωρά της. Ο Ζενέφσκι σχημάτισε δύο περιπόλους για τη γέφυρα των Γρεναδιέρων και τη γέφυρα Σαμψονιέφσκι, διατάζοντας να επανενωθούν οι γέφυρες με κάθε κόστος. Οι γέφυρες επανενώθηκαν και αφαιρέθηκαν τα κλειδιά τους. Η Επαναστατική Επιτροπή είχε επέμβει δυναμικά ακυρώνοντας τις εντολές της Προσωρινής Κυβέρνησης. Η επαναστατική αντι-εξουσία ήταν γεγονός.

Στις 23 Οκτωβρίου, αντιπρόσωποι από μονάδες του μετώπου παρέλασαν στην Πετρούπολη ζητώντας ειρήνη. Ο Τρότσκι πληροφορήθηκε ότι οι στρατιώτες ζητούσαν από το Σοβιέτ να πάρει την εξουσία και δήλωναν την υποστήριξή τους. Τη νύχτα της 23ης Οκτωβρίου η Προσωρινή Κυβέρνηση αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλία. Να ασκήσει δίωξη στην Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή και να κλείσει τις εφημερίδες των μπολσεβίκων. Να κοπεί η τηλεφωνική σύνδεση στο Σμόλνι και να επιταχθούν οχήματα. Μα πάνω απ’ όλα να καλέσει ενισχύσεις από πιστές σε αυτήν στρατιωτικές μονάδες, από τα περίχωρα αλλά και από το μέτωπο. Η κυβέρνηση έχοντας συναίσθηση των ορίων της δεν επιχείρησε να αντιμετωπίσει εκείνη τη στιγμή δραστικά τους μπολσεβίκους αλλά περισσότερο να δείξει την εξουσία της ωσότου καταφθάσουν οι περίφημες ενισχύσεις. Οι αποφάσεις της όμως αυτές ήταν μια πρώτης τάξης αφορμή για την Επαναστατική Επιτροπή για να επιβάλει την δική της εξουσία και να κατηγορήσει την κυβέρνηση πως είχε σκοπό να καταπνίξει την επανάσταση.
Στις 23 προς 24 Οκτωβρίου άρχισε και η οχύρωση του Σμόλνι. Πολυβόλα τοποθετήθηκαν στις εισόδους και περίπολοι φρουρούσαν τη μεγάλη πύλη και τους κοντινούς δρόμους. Το πάλαι ποτέ σχολείο για δεσποινίδες είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο. Σε κάθε κιονοστοιχία κανόνια και πυροβόλα, σε κάθε πλατύσκαλο αυτόματα πολυβόλα Μαξίμ. Το φρούριο Πετροπαβλόφσκ προετοιμαζόταν επίσης. Οι πολυβολητές γυάλιζαν τα 80 πολυβόλα Κολτ ενώ και εδώ είχαν ενισχυθεί οι φρουρές και οι περιπολίες. Η Επαναστατική Επιτροπή είχε συλλάβει το διοικητή του φρουρίου και είχε αναλάβει τη διοίκησή του. Το τάγμα μοτοσυκλετιστών που στρατωνιζόταν στο φρούριο δεν είχε δείξει τις προθέσεις του. Οργανώθηκε για αυτό μια ξεχωριστή συνέλευση στην οποία αντιπαρατέθηκαν ο Τρότσκι εκ μέρους της Επαναστατικής Επιτροπής με τον στρατηγό Παροντέλοβ εκ μέρους της κυβέρνησης. Σχεδόν ομόφωνα το τάγμα τάχθηκε με το μέρος της Επιτροπής.
Η ακύρωση των διαταγών της κυβέρνησης έδειχναν πως τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους. Το κλείσιμο της μπολσεβίκικης εφημερίδας Σολντάτ (Στρατιώτης) από μια φρουρά γιούνκερς (ευέλπιδων) δεν διάρκεσε παρά λίγο. Το γειτονικό σύνταγμα Λιτόβσκι και το 6ο τάγμα σκαπανέων ανακατέλαβε το τυπογραφείο και η απαγορευμένη εφημερίδα βγήκε με καθυστέρηση λίγων ωρών. Η Προσωρινή Κυβέρνηση διέταξε και το κλείσιμο της εφημερίδας των μπολσεβίκων Ραμπότσι Πουτ (Εργατικός Δρόμος). Με το όνομα αυτό έβγαινε εκείνη την περίοδο η Πράβντα. Μα εκείνοι αψήφησαν τη διαταγή της ετοιμόρροπης κυβέρνησης. Μια περίπολος του συντάγματος Βολίνσκι στάλθηκε για να υπερασπιστεί τα γραφεία της εφημερίδας. Πράγματι την αυγή αποκρούστηκε μια επίθεση από γιούνκερς που ανεπιτυχώς είχαν προσπαθήσει να υλοποιήσουν την τελευταία ίσως διαταγή της κυβέρνησης του Κερένσκι.
Στις 24 Οκτωβρίου, πάρθηκε απόφαση να καταληφθεί το τυπογραφείο Ρούσκαγια Βόλια και να τυπωθεί εκεί η Ραμπότσι Πουτ. Ο Σεργκέι Ουράλοφ, μέλος του κεντρικού Σοβιέτ βιομηχανιών και εργαστηρίων της Πετρούπολης βρισκόταν στο Σμόλνι, στον πρώτο όροφο που έδρευε το Σοβιέτ. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη όταν ο γραμματέας του Σοβιέτ Σκρίπνικ έδωσε το σύνθημα: «Άρχισε η εξέγερση, γρήγορα πάνω!», δηλαδή στον όροφο της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής. Ο Ουράλοφ θα θυμόταν για πάντα εκείνη την ημέρα: τη βοή των εντολών και των διαταγών, το θόρυβο των γραφομηχανών, το κουδούνισμα των τηλεφώνων, το σύννεφο καπνού από τα τσιγάρα, τη κλαγγή των όπλων. Μέσα στην Επιτροπή, όσοι έμπαιναν, ερχόμενοι από τα εργοστάσια και τα στρατόπεδα, έβγαιναν με κάποιο αξίωμα που σήμαινε άμεσα και δύσκολα καθήκοντα. Όταν ήρθε η σειρά του Ουράλοφ, τον ονόμασαν επίτροπο κατάληψης του τυπογραφείου Ρούσκαγια Βόλια. Έπρεπε να πάρει τις μήτρες του τελευταίου φύλλου της Ραμπότσι Πουτ και περνώντας από το Σύνταγμα Σεμενόφσκι να πάρει μια ομάδα στρατιωτών για την αποστολή του. Αφού πέρασε από τα γραφεία της εφημερίδας και φόρτωσε τις μήτρες στο φορτηγό, έφυγε για το στρατόπεδο. Μπαίνοντας στο θάλαμο βρήκε τους στρατιώτες έτοιμους για ύπνο.

- Σύντροφοι! Έχει αρχίσει η μεγάλη εξέγερση για το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ. Πού είναι ο επίτροπός σας και ο εκπρόσωπος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής; Μου χρειάζονται 30 άτομα για να καταλάβουμε το τυπογραφείο του πρώην τσαρικού υπουργού Προτοποπόφ, για να εξασφαλίσουμε την έκδοση της Πράβντα, του κεντρικού οργάνου των μπολσεβίκων. Συμφωνείτε να έλθετε μαζί μου;

Οι στρατιώτες απάντησαν με ζητωκραυγές υπέρ των μπολσεβίκων και κατάρες ενάντια στον Κερένσκι. Το απόσπασμα συγκροτήθηκε γρήγορα και ακόμη γρηγορότερα κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις και τα γραφειοκρατικά κωλύματα του επιτρόπου του Συντάγματος. Στο τυπογραφείο η πρώτη επαφή ήταν με τους εργάτες στα πιεστήρια που έκοβαν το χαρτί. Ενθουσιώδης ήταν η υποδοχή της είδησης της εξέγερσης όπως και στους υπόλοιπους εργαζόμενους, τυπογράφους και στοιχειοθέτες. Οι δημοσιογράφοι αντιθέτως ζητούσαν επιμόνως εξηγήσεις. Από το γραφείο του διευθυντή, ο Ουράλοφ τηλεφώνησε στην Επαναστατική Επιτροπή πως το τυπογραφείο είχε καταληφθεί. Η εντολή ήταν να τυπωθεί η Ραμπότσι Πουτ-Πράβντα σε όσο το δυνατόν περισσότερα αντίτυπα.
Το επόμενο πρωί, οι εφημεριδοπώλες με έκπληξη είδαν αντί της Ρούσκαγια Βόλια την Ραμπότσι Πουτ, που θεωρούσαν ότι είχε κλείσει την προηγούμενη με εντολή του Κερένσκι. Παρακινημένοι από τα συγκλονιστικά νέα και την πιθανότητα μεγάλου κέρδους, έπαιρναν όσα περισσότερα φύλλα μπορούσαν να κουβαλήσουν και ξεχύνονταν ουρλιάζοντας για την εξέγερση των μπολσεβίκων, τρομάζοντας έτσι μέχρι θανάτου τους αστούς της Πετρούπολης. Ένα φύλλο της αγόρασε και ο Τζων Ρηντ για να διαβάσει το κύριο άρθρο με την υπογραφή του Ζηνόβιεφ:
Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών! Ειρήνη! Ψωμί! Γη!
Το άρθρο έβαζε το μεγάλο δίλημμα: είτε η εξουσία θα παρέμενε στα χέρια των αστών και των γαιοκτημόνων με συνέπεια τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των εργατών και των αγροτών αλλά και του πολέμου και την απειλή της πείνας είτε η εξουσία θα περνούσε στους επαναστατημένους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες. Τότε θα καταργούνταν η τυραννία των γαιοκτημόνων και των καπιταλιστών και θα γινόταν άμεση πρόταση για μια δίκαιη ειρήνη. Θα εξασφαλιζόταν η γη για τους αγρότες, ο εργατικός έλεγχος στα εργοστάσια και το ψωμί για τους όλους.
Εκείνη την περίοδο, ο Στάλιν ήταν υπεύθυνος για τη σύνταξη της Ραμπότσι Πούτ. Το κύριο άρθρο της 24ης Οκτωβρίου με τίτλο «Τι μας χρειάζεται;» που είχε γράψει ο ίδιος, προπαγάνδιζε την πτώση της κυβέρνησης και το σχηματισμό μιας νέας, εκλεγμένης από τα Σοβιέτ:
Η εξουσία πρέπει να περάσει στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών. Στην εξουσία πρέπει να έρθει μια νέα κυβέρνηση, που θα την έχουν εκλέξει τα Σοβιέτ, κυβέρνηση που θα την παύουν τα Σοβιέτ, και που θα είναι υπόλογη απέναντι στα Σοβιέτ. Μόνο μια τέτοια κυβέρνηση μπορεί να εξασφαλίσει έγκαιρα τη σύγκληση της Συνταχτικής συνέλευσης.
Η επανάσταση είχε πάρει οριστικά το δρόμο της. Οι αμυντικές κινήσεις της Επαναστατικής Επιτροπής αποκάλυψαν το μέγεθος της αδυναμίας της Προσωρινής Κυβέρνησης, που ήταν μεγαλύτερο απ’ ότι εκτιμούσαν οι μπολσεβίκοι. Ουσιαστικά το καθεστώς κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος και οι εντολές του όχι μόνο δεν εκτελούνταν αλλά πολλές φορές γυρνούσαν εναντίον του. Το κύκνειο άσμα του Κερένσκι δόθηκε στο προκοινοβούλιο. Ο πρωθυπουργός επιτέθηκε εναντίον των μπολσεβίκων υπό την επευφημία των μελών του εκτός της αριστεράς. Με αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητες της κυβέρνησης, έθεσε το στρατό σε κατάσταση μάχης για τη συντριβή της ανταρσίας και ζήτησε την εμπιστοσύνη του σώματος. Όμως ακόμα και σε αυτό το επίπεδο, η κυβέρνηση δεν βρήκε την ανταπόκριση που επιθυμούσε. Οι μετριοπαθείς πολιτικές ομάδες δεν ήθελαν να ταυτιστούν μαζί της ενώ ο φόβος για ένα αντεπαναστατικό πραξικόπημα, όπως εκείνο του Κορνίλοφ ήταν πάντα στον αέρα. Η εξουσία γλιστρούσε μέσα από τα χέρια της κυβέρνησης.
Κι όμως οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν προδιαγεγραμμένες. Εκείνη τη μέρα είχε συγκληθεί συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων στο Σμόλνι υπό την προεδρία του Σβερντλόφ. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις αυτής της συνεδρίασης εστιάζονταν στα πρακτικά ζητήματα της προετοιμασίας της εξέγερσης ενώ στο πολιτικό επίπεδο υπήρχε ακόμη μια στάση αναμονής απέναντι στις κινήσεις της Προσωρινής Κυβέρνησης και της Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ. Μπροστά στις εξελίξεις υπήρχε ο φόβος για τη στάση των τηλεγραφητών, των ταχυδρομικών και των σιδηροδρομικών, όπου υπήρχε ισχυρή επιρροή των μετριοπαθών σοσιαλιστών, και μέριμνα για την αποκατάσταση σχέσεων με τους αριστερούς σοσιαλεπαναστάτες καθώς και για ζητήματα ανεφοδιασμού. Για όλα αυτά τα ζητήματα επιφορτίστηκαν ατομικά καθήκοντα τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής. Όμως για το ζήτημα της κυβέρνησης, και αν η εξέγερση θα την έριχνε πριν ή μετά τη σύγκληση του Συνεδρίου των Σοβιέτ, δεν έγινε λόγος. Παρέμενε η γενική απόφαση για εξέγερση χωρίς αργοπορία. Ίσως η απουσία του Λένιν να βάραινε στις αποφάσεις των υπολοίπων.
Το απόγευμα της 24ης Οκτωβρίου συνήλθε στο Σμόλνι το Σοβιέτ της Πετρούπολης. Ο πρόεδρος του σώματος Λέον Τρότσκι προσπαθούσε να παρουσιάσει τις κινήσεις της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής ως αμυντικές απέναντι στις επιθέσεις της κυβέρνησης. Η απειλή όμως ήταν ξεκάθαρη: «Αν, ωστόσο, η κυβέρνηση, μέσα στις εικοσιτέσσερις ή σαρανταοκτώ ώρες που έχει ακόμα στη διάθεσή της, δοκίμαζε να επωφεληθεί απ’ αυτό για να μπήξει το στιλέτο στην πλάτη της επανάστασης, της δηλώνουμε γι’ άλλη μια φορά ότι η πρωτοπορία της επανάστασης θα απαντήσει στο χτύπημα με χτύπημα και στο σίδερο με ατσάλι». Η Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή δούλευε πυρετωδώς. Οι κινήσεις της κυβέρνησης, η εμφάνιση αποσπασμάτων, η επίταξη αυτοκινήτων και κυρίως το σήκωμα των γεφυρών που απειλούσε να αποκλείσει την πόλη, έδιναν το έναυσμα. Η Επιτροπή έστελνε επιτρόπους με αποσπάσματα να ελέγξουν όσες υπηρεσίες δεν ήταν ήδη υπό τον έλεγχό της. Στις σημαντικές γέφυρες τοποθετήθηκαν αποσπάσματα της Κόκκινης Φρουράς συνδεδεμένα με τις γειτονικές στρατιωτικές μονάδες. Καθώς έπεφτε η νύχτα καταλαμβάνονταν διαδοχικά σταθμοί, το εργοστάσιο ηλεκτρισμού, οπλοστάσια και αποθήκες εφοδιασμού, το υδραγωγείο, το τηλεφωνικό κέντρο, η Εθνική Τράπεζα, τυπογραφεία, τηλεγραφεία και ταχυδρομεία.
Μετά τα μεσάνυχτα της 24ης Οκτωβρίου, στο Σμόλνυ συνήλθε κοινή συνεδρίαση των Εκτελεστικών Επιτροπών των Σοβιέτ που είχαν συγκεντρωθεί ενόψει του συνεδρίου. Εκ μέρους του κόμματος των μενσεβίκων πήρε το λόγο ο μενσεβίκος Νταν μέσα σε απόλυτη σιγή. Τάχθηκε ενάντια στην εξέγερση επισείοντας την απειλή της αντεπανάστασης, του λιμού και της αποθάρρυνσης των μαζών. Σιγά-σιγά τα λόγια του πνίγηκαν από τις διαμαρτυρίες των αντιπροσώπων που τον αποδοκίμαζαν. Μπροστά στις εξελίξεις, ο Τρότσκι μίλησε για πρώτη φορά καθαρά για την επερχόμενη εξέγερση. Εκείνες τις ώρες έφτανε στο Σμόλνι και ο Λένιν. Μαζί με τον Έινο Ράκια είχαν επιβιβαστεί από το Βίμποργκ σε ένα άδειο τραμ μέχρι το σταθμό Φινλανδίας και από κει με τα πόδια μέσω της λεωφόρου Σπαλερνάγια, όπου χρειάστηκε να αποφύγουν μια περίπολο. Φτάνοντας στο Σμόλνι, κανείς τους δεν είχε κατάλληλο χαρτί για να τους επιτραπεί η είσοδος. Τελικά πέρασαν χωμένοι μέσα στο διερχόμενο πλήθος και ο Λένιν έβγαλε επιτέλους τη μεταμφίεσή του.
Ο Λένιν υποστήριζε την άμεση κατάργηση της Προσωρινής Κυβέρνησης, πριν το Συνέδριο των Σοβιέτ, και έριξε όλο του το βάρος προς αυτήν την απόφαση. Το πρωί της 25ης Οκτωβρίου συνήλθε στην αίθουσα της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής μια άτυπη κομματική συνεδρίαση. Γύρω από τον Λένιν συγκεντρώθηκε αρκετός κόσμος και εκείνος άρχισε να αναπτύσσει ένα σχέδιο δράσης: να κηρυχτεί η πτώση της κυβέρνησης, να ανακοινωθεί ότι η εξουσία μεταβιβάζεται στα Σοβιέτ, να συγκληθεί το Συνέδριο, να καταληφθούν τα Χειμερινά Ανάκτορα, να συλληφθούν οι υπουργοί και να μεταφερθούν στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ. Όντως, εκείνο το πρωί από το Σμόλνι μεταδόθηκε αυτή η παραπλανητική εκείνη την ώρα είδηση: «Η Προσωρινή Κυβέρνηση έπεσε. Η κρατική εξουσία πέρασε στα χέρια της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής». Η κυβέρνηση όμως είχε ακόμα μερικές ώρες ζωής.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση

Τη Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 1917 η γυναίκα του Αλεξάντερ Κερένσκι τον ξύπνησε εσπευσμένα στις 8 το πρωί για να του αναγγείλει την αναστολή των εργασιών της Δούμας και τη στάση του συντάγματος Βολύν. Η εξέγερση απλωνόταν σε ολόκληρη την πρωτεύουσα. Στρατιώτες από τα διάφορα συντάγματα ξεχύνονταν στους δρόμους ενώ οι αξιωματικοί τρομαγμένοι παρατούσαν τις μονάδες τους. Κάτοικοι των περιχώρων προχωρούσαν προς το κέντρο πυροβολώντας στον αέρα και σημειώθηκαν συγκρούσεις με την αστυνομία. Δύο κέντρα εξουσίας αναδύθηκαν από το πολιτικό κενό: η Δούμα που βρισκόταν σε ανεπίσημη σύνοδο και το Σοβιέτ των Εργατών. Στη Δούμα αποφασίστηκε ο σχηματισμός μιας Προσωρινής Επιτροπής με απεριόριστες εξουσίες ενώ την ίδια μέρα το Σοβιέτ ανακήρυξε μια προσωρινή Εκτελεστική Επιτροπή. Είχε αρχίσει ένας αγώνας δρόμου για τη μορφή εξουσίας που θα κυριαρχούσε στη Ρωσία μετά την πτώση του παλιού καθεστώτος. Την 1η Μαρτίου η Προσωρινή Επιτροπή κάλεσε την Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ να στείλει δύο αντιπροσώπους της για υπουργούς στην Προσωρινή Κυβέρνηση αλλά αυτή αρνήθηκε κρατώντας το ρόλο της κοινωνικής αντιπολίτευσης. Ο Αλεξάντερ Κερένσκι συμμετείχε και στα δύο σώματα ως τη δημιουργία της Προσωρινής Κυβέρνησης στην οποία μπήκε ως υπουργός Δικαιοσύνης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεσμεύτηκε για τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης για τον καθορισμό της μορφής διακυβέρνησης και του Συντάγματος της χώρας. Το παλιό καθεστώς είχε καταρρεύσει μέσα σε λίγες μέρες. Ο τσάρος Νικόλαος βλέποντας να χάνει όλα τα στηρίγματά του παραιτήθηκε από το θρόνο στις 3 Μαρτίου. Οι τελευταίες του αποφάσεις για το μέτωπο και τη διαδοχή του από τον αδερφό του Μιχαήλ έμειναν κενό γράμμα.
Ο βίος της Προσωρινής Κυβέρνησης ήταν βραχύς αλλά ταραχώδης. Με την απόφασή της για συνέχιση του πολέμου στο πλευρό της Αντάντ συγκέντρωσε απέναντί της τη δυσφορία του ρωσικού λαού αν και κατάφερε να διευρυνθεί με μέλη του Σοβιέτ από τη συμμετοχή μενσεβίκων και σοσιαλεπαναστατών (εσέρων). Η πολυσυλλεκτικότητά της επέφερε και το διχασμό που την αποδυνάμωνε και επιτάχυνε το τέλος της. Μετά την κρίση του Ιουλίου, τέθηκε επικεφαλής της ο Αλεξάντερ Κερένσκι σε ένα σχήμα με πλειοψηφία των σοσιαλιστών. Τον Οκτώβριο η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε ξεπεράσει τόσο την κρίση του Ιουλίου όσο και το πραξικόπημα του Κορνίλοφ αλλά η αποτυχημένη τελευταία επίθεση του ρωσικού στρατού στο μέτωπο είχε εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο. Περνούσε σε αγωνία τις τελευταίες της μέρες ανάμεσα στις απροκάλυπτες πιέσεις των δυτικών της συμμάχων για συνέχιση του πολέμου και στη διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια που μετασχηματιζόταν σε εξέγερση.
Ο Αλεξάντερ Κερένσκι, στα απομνημονεύματά του, υπερασπίστηκε το έργο της Προσωρινής Κυβέρνησης και εκτόξευσε κατηγορίες δεξιά και αριστερά για την πτώση της βλέποντας παντού συκοφάντες και συνωμότες. Ηθελημένα αποστασιοποιημένος από μια οικονομική και κοινωνική ανάλυση της κατάστασης έβλεπε μια συμπαιγνία των μπολσεβίκων και κυρίως του Λένιν με το γερμανικό Γενικό Επιτελείο. Για αυτόν, τα γεγονότα του Ιουλίου ταίριαζαν με τη γερμανική αντεπίθεση όπως και η Επανάσταση ταίριαζε με την κρίση στις αυστρογερμανικές σχέσεις. Τα κύματά της θα τον παράσερναν.
Λίγο πριν την τελική εξέγερση, οι μέρες στην πρωτεύουσα κυλούσαν ανάμεσα στην επαναστατική ένταση και τη συνηθισμένη ρουτίνα. Ο παλιός κόσμος που θα σαρωνόταν, συνέχιζε στους γνωστούς ρυθμούς του μέσα στο τσουχτερό κρύο του βορρά. Πυκνή συννεφιά σκέπαζε την Πετρούπολη με συνεχή βροχή και χιόνι. Ο δυνατός αέρας περνούσε μέσα από την παγωμένη πολιτεία που ζούσε υπό το μηδέν. Οι βροχές ξέφτιζαν τις κόκκινες σημαίες που είχαν κρεμαστεί στα κυβερνητικά κτίρια και στα αγάλματα. Η Ρωσία είχε ανακηρυχτεί πλέον Δημοκρατία και τα σύμβολα της μοναρχίας είχαν αφαιρεθεί ή σκεπαστεί με πρόχειρο τρόπο. Όμως η παλιά Ρωσία ήταν παρούσα. Τα χρωματιστά σιρίτια και οι κονκάρδες επισήμαιναν τους γραφειοκράτες ενώ οι φοιτητές φορούσαν τα κίτρινα κουμπιά με τον αετό. Το παλιό κανόνι στο φρούριο Πετροπαβλόφσκ χτυπούσε κάθε μεσημέρι και στα θέατρα παρουσιάζονταν τα καινούργια μπαλέτα. Κατάσκοποι, συνωμότες και λαθρέμποροι κέρδιζαν και έχαναν περιουσίες στα χαρτιά με το φως του σπαρματσέτου και τη συνοδεία σαμπάνιας.
Ο υπουργός Πολέμου της Προσωρινής Κυβέρνησης, αρχιστράτηγος Αλεξάντρ Βερχόφσκι προσήλθε το βράδι της 18ης Οκτωβρίου στα Χειμερινά Ανάκτορα για μια συνεδρίαση. Μια αίσθηση προσωρινότητας πλανιόταν στο μεγαλόπρεπο σκηνικό. Οι τεράστιες αίθουσες ήταν κακοφωτισμένες και σε πολλά σημεία επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Αντιθέτως, η αίθουσα των συνεδριάσεων ήταν ολόφωτη από τους κρυστάλλινους πολυελαίους, στο φως των οποίων έλαμπαν τα χρυσά καθίσματα. Οι συγκεντρωμένοι δημοσιογράφοι προσπαθούσαν να βγάλουν ειδήσεις για παραιτήσεις υπουργών, στον αέρα κυκλοφορούσε θολή η φήμη για εξέγερση των μπολσεβίκων ενώ το καυτό ζήτημα ήταν η έλλειψη τροφίμων στην πρωτεύουσα. Με την είσοδο του Κερένσκι ξεκίνησε η συνεδρίαση. Δευτερεύοντα θέματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, ο νόμος για τους ενόρκους και η χρηματοδότηση κάποιου γεωργικού ινστιτούτου. Ο Κερένσκι διεύθυνε τη συζήτηση αμίλητος θέλοντας να ξορκίσει τα απειλητικά σύννεφα που συσσωρεύονταν πάνω από την κυβέρνησή του. Ο Βερχόφσκι σηκώθηκε και ζήτησε να μιλήσει για το πραγματικό πρόβλημα. Μετά την αρχική αμηχανία και αφού η αίθουσα εκκενώθηκε από τους γραμματείς, του δόθηκε ο λόγος. Ο υπουργός Πολέμου ζήτησε να επανεξεταστεί η θέση της κυβέρνησης στο ζήτημα της ειρήνης ώστε αυτή να επιτευχθεί το συντομότερο. Την ανησυχία του ανέλαβε να διασκεδάσει ο υπουργός Εξωτερικών Τερεστσένκο δηλώνοντας ότι η κατάσταση δεν ήταν τόσο άσχημη και πως οι ίδιες ταραχές συνέβαιναν και στο γερμανικό στρατό. Έπρεπε να κάνουν υπομονή ένα ακόμα μήνα για να καταρρεύσουν οι Κεντρικές Δυνάμεις. Ο Βερχόφσκι, από τη μεριά του, προειδοποίησε για την προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους και ότι ο λαός θα ακολουθήσει όποιον εξασφαλίσει την ειρήνη άμεσα. Ο Κερένσκι και ο Τερεστσένκο απαθείς, σκέφτονταν περισσότερο πότε θα έφταναν οι μονάδες από το μέτωπο για να αποκαταστήσουν την «τάξη» στην πρωτεύουσα. Ο Βερχόφσκι προσπάθησε να βρει υποστήριξη στα πρόσωπα των σοσιαλιστών υπουργών αλλά άλλος έγραφε, άλλος κοιτούσε μακριά και σιωπούσε ενώ άλλοι ψιθύριζαν μεταξύ τους. Ο Βερχόφσκι απευθυνόμενος στον Κερένσκι, δήλωσε:

Τα στρατεύματα που εσείς, Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς, ανακαλέσατε από το μέτωπο, θα περάσουν αμέσως με το μέρος των μπολσεβίκων, επειδή οι μπολσεβίκοι υπερασπίζουν αυτό που ο λαός θεωρεί μοναδική του επιθυμία. Αν εμείς είμαστε μια πραγματικά δημοκρατική κυβέρνηση, αυτή τη στιγμή θα ’πρεπε να ’μαστε με το λαό. Αλλιώς ο λαός θα μας γυρίσει την πλάτη και θα μας στιγματίσει σαν προδότες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αδυνατώ να παραμείνω στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Η κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων

Ο υπουργός Δικαιοσύνης Πάβελ Μαλιάντοβιτς κλήθηκε στις 25 Οκτωβρίου από τον πρωθυπουργό στην Ανώτατη Διοίκηση του Γενικού Επιτελείου, που στεγαζόταν δίπλα στα Χειμερινά Ανάκτορα. Όταν έφτασε εκεί το πρωί, συνειδητοποίησε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η κυβέρνηση. Στην είσοδο της Διοίκησης δεν υπήρχε φρουρός και στρατιώτες κάθε βαθμού και όπλου μπαινόβγαιναν στο κτίριο. Κανείς δεν τον αναγνώρισε ούτε τον ρώτησε που πήγαινε. Ψάχνοντας μάταια τον Κερένσκι σκέφτηκε πως άνετα θα μπορούσε να πάρει πολύτιμα έγγραφα και να φύγει ή ακόμα να βάλει μια βόμβα, κανείς δεν θα τον ενοχλούσε. Στο γραφείο του διοικητή του Γενικού Επιτελείου, βρήκε τελικά τον Κερένσκι μαζί με τους υπουργούς Κίσκιν και Κονοβάλοφ και άλλους. Ο Κονοβάλοφ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ενημέρωσε τον Μαλιάντοβιτς πως ο πρωθυπουργός θα πήγαινε να συναντήσει το στρατό που ερχόταν στην Πετρούπολη για να βοηθήσει την Προσωρινή Κυβέρνηση. Με τις ερωτήσεις του, ο Μαλιάντοβιτς κατάλαβε ότι ο υποτιθέμενος αυτός στρατός δεν ήταν παρά ένα τάγμα μοτοσικλετιστών. Όταν έφυγε ο Κερένσκι, οι υπόλοιποι κατευθύνθηκαν προς τα Χειμερινά Ανάκτορα. Από τα τεράστια τους παράθυρα μπορούσαν να δουν να κανόνια από τους πυργίσκους του Αβρόρα καθώς και τα κανόνια του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ να τους συμαδεύουν. Οι γιούνκερς συγκεντρωμένοι ήθελαν να μάθουν την κατάσταση και τα καθήκοντά τους από την Προσωρινή Κυβέρνηση. Ο αντιπρόεδρος Κονοβάλοφ τους μίλησε λέγοντας πως η κυβέρνηση ήταν η μόνη νόμιμη εξουσία και πως αυτή η εξουσία μπορούσε να παραδοθεί μόνο στη Συντακτική Συνέλευση που θα συγκαλούνταν σε τρεις εβδομάδες. Όποιος ήταν ενάντια στην Προσωρινή Κυβέρνηση, ήταν ενάντια στον λαό.
Ένα τελεσίγραφο της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής, που έφτασε στις 6 το απόγευμα, ζητούσε την παράδοση των Ανακτόρων σε 20 λεπτά, προτού το Αβρόρα και το Πετροπαβλόφσκ άνοιγαν πυρ. Είχε όμως περάσει ήδη μια ώρα από τη λήψη του. Τα εναπομείναντα μέλη της κυβέρνησης αποφάσισαν να μην δώσουν καμία απάντηση. Την Ανώτατη Διοίκηση του Γενικού Επιτελείου την είχαν ήδη καταλάβει οι μπολσεβίκοι. Τα Χειμερινά Ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα, είχαν καταληφθεί όλα τα σταυροδρόμια και τα σημεία άμυνας κατά μήκος του ποταμού Νέβα, του Ναυστάθμου και των Ανακτόρων, της παραθαλάσσιας Οδού, της λεωφόρου Νιέφκσι και του βουλεβάρτου Κονογκβαρντέτσκι. Ο Νικολάι Ποντβόισκι, της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής, ήταν από τους επικεφαλής της επιχείρησης. Ανάμεσα στους στρατιώτες επικρατούσε ένταση από την ανυπομονησία για τον τερματισμό της επιχείρησης και την κατάληψη του μισητού συμβόλου του τσαρισμού αλλά πλέον και της Προσωρινής Κυβέρνησης.
Από την αντίπαλη μεριά, οι υπερασπιστές των Ανακτόρων αποχωρούσαν κατά ομάδες. Πρώτοι έφυγαν οι κοζάκοι και μια πυροβολαρχία της Στρατιωτικής Ακαδημίας Κονσταντίν. Στις οχτώ το βράδι στάλθηκε δεύτερο τελεσίγραφο. Οι υπουργοί της κυβέρνησης συγκεντρωμένοι σε μια μισοφωτισμένη αίθουσα περίμεναν ίσως κάποιο θαύμα, την άφιξη των περίφημων ενισχύσεων που θα έστελνε ο Κερένσκι. Τη σιωπή διέκοπταν ολοένα και συχνότεροι πυροβολισμοί. Κάποιοι κάθονταν και άλλοι ήταν ξαπλωμένοι στα ντιβάνια, άλλοι έκοβαν βόλτες πάνω στα παχύ χαλί που κάλυπτε την αίθουσα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας διαφορετικός, υπόκωφος θόρυβος.
- Αυτό, είναι η Αβρόρα, είπε ο ναύαρχος Βερντερέφσκι, υπουργός Ναυτικών.

Το καταδρομικό Αβρόρα βρισκόταν αγκυροβολημένο στον Νέβα σημαδεύοντας τα Ανάκτορα. Ήταν ένα από τα τρία καταδρομικά που είχαν κατασκευαστεί στην Πετρούπολη για να επιχειρούν στον Ειρηνικό. Είχε λάβει μέρος στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1904-05, στη ναυμαχία της Τσουσίμα το Μάιο του 1905. Στην ιστορική αυτή ναυμαχία, όπου ο ρωσικός στόλος έχασε τα 2/3 της δύναμής του, το Αβρόρα μαζί με άλλα δύο καταδρομικά ξέφυγαν προς τη Μανίλα καλύπτοντας τα υπόλοιπα απομεινάρια του στόλου. Πλέον ήταν ένα εκπαιδευτικό σκάφος. Το 1917 διέθετε 14 κανόνια των 152 χιλιοστών, 4 κανόνια των 76,2 χιλιοστών και 3 τορπιλοσωλήνες. Η κυβέρνηση, το πρωί της 24ης Οκτωβρίου είχε διατάξει το Αβρόρα να βγει στην ανοιχτή θάλασσα. Το πλήρωμά του, σε συνεννόηση με την Επαναστατική Επιτροπή, είχε αγνοήσει τη διαταγή αυτή.
Την επόμενη μέρα, ένας στολίσκος ξεκινούσε από την Κροστάνδη, βάση του στόλου της Βαλτικής, προς την Πετρούπολη. Ένα τηλεφώνημα από την Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή καλούσε τις ένοπλες δυνάμεις της Κροστάνδης να κινητοποιηθούν για να υπερασπίσουν το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Περίπου 5.000 άνδρες προετοιμάστηκαν για την επιχείρηση αυτή. Οι ναύτες με τις μαύρες φόρμες τους και τα ντουφέκια στον ώμο επιβιβάζονταν γρήγορα στα πλοία. Αντιθέτως με δυσκολίες σκαρφάλωναν σε αυτά οι άμαθοι στρατιώτες της Κόκκινης Φρουράς. Το μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής Ιβάν Φλερόφσκι μαζί με την υπόλοιπη διοίκηση ανέβηκε στο ναρκοθετικό Αμούρ που οδηγούσε τον στολίσκο. Ο Φλερόφσκι έβγαλε έναν σύντομο λόγο στους ναύτες όπου μίλησε ανοιχτά για την κοινωνική επανάσταση, την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Οι ναύτες υποδέχτηκαν τα λόγια του όχι με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα αλλά με δάκρυα στα μάτια και εναγκαλισμούς μεταξύ τους. Αντιθέτως, οι αξιωματικοί δέχτηκαν ψυχρά και ψύχραιμα την εντολή πλεύσης προς την πρωτεύουσα. Καταμεσής του Νέβα αντίκρισαν το Αβρόρα. Ο αέρας έφερνε τον ήχο από την ορχήστρα στο κατάστρωμά του και τους χαιρετισμούς από τους ναύτες. Ο Αντόνοφ-Οβσέενκο ενημέρωσε για τις τελευταίες αποφάσεις της Επαναστατικής Επιτροπής. Σε περίπτωση απόρριψης του τελεσιγράφου από την κυβέρνηση, με σινιάλο από το φρούριο Πετροπαβλόφσκ, το Αβρόρα θα έριχνε μια ομοβροντία άσφαιρων πυρών από τα κανόνια των 152 χιλιοστών. Οι όχθες του Νέβα ήταν γεμάτες κόσμο που απολάμβανε το θέαμα του στόλου, χωρίς να γνωρίζει τις κρίσιμες εξελίξεις. Όταν όμως αντήχησαν τα κανόνια του Αβρόρα, ο κόσμος σαστισμένος έτρεξε να κρυφτεί.
Μετά τον κανονιοβολισμό του Αβρόρα ανησυχία κυρίευσε τους υπερασπιστές των Χειμερινών Ανακτόρων. Σε λίγο αποχώρησαν και οι γιούνκερς της Στρατιωτικής Σχολής Μιχαηλόφσκι παίρνοντας μαζί τους τέσσερα κανόνια. Οι ήχοι της μάχης πλησίαζαν ολοένα. Εμφανίστηκαν δύο γιούνκερς με ματωμένα πρόσωπα. Είχαν δεχτεί επίθεση με αυτοσχέδιες βόμβες από ναύτες που είχαν εισχωρήσει στα Ανάκτορα. Καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα, μεγάλωσε το κύμα φυγής από τα Ανάκτορα, έφυγαν το γυναικείο τάγμα, οι γιούνκερς του Παβλόφ, του Βλαντιμίρ, της Σχολής Υπαξιωματικών του Οράνιενμπαουμ. Κάθε ελπίδα αντίστασης είχε εξανεμιστεί.
Λίγο πριν τη σύλληψη της Προσωρινής Κυβέρνησης, ο Μαλιάντοβιτς μίλησε στο μοναδικό λειτουργούν τηλέφωνο με έναν φίλο του. – Πως τα πάτε εκεί; Τον ρώτησε εκείνος. – Όχι κι άσχημα, απάντησε ο υπουργός, είμαστε ζωντανοί. Λίγο μετά, οι επιτιθέμενοι θα έμπαιναν στην αίθουσα όπου βρίσκονταν οι υπουργοί. Ο Αντόνοφ -Οβσέενκο ανήγγειλε:
- Στο όνομα της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής των Σοβιέτ της Πετρούπολης καθαιρώ την Προσωρινή Κυβέρνηση. Είστε όλοι υπό κράτηση!


Το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ

Ενώ η επιχείρηση κατάληψης των Χειμερινών Ανακτόρων ήταν σε εξέλιξη, συνήλθε στο Σμόλνι αργά το βράδι της 25ης Οκτωβρίου το 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Είχαν καταφθάσει κατά κύματα αντιπρόσωποι των Σοβιέτ όλης της χώρας και είχαν σχηματιστεί οι κομματικές ομάδες. Η πλειοψηφία ήταν ξεκάθαρα με το μέρος των μπολσεβίκων και υπέρ της κατάληψης της εξουσίας. Από τους μενσεβίκους και τους σοσιαλεπαναστάτες ένα μέρος παρέμεινε στο συνέδριο ενώ ένα άλλο εγκατέλειψε τη διαδικασία καταγγέλλοντας την εξέγερση. Τα θέματα του συνεδρίου ήταν η συγκρότηση εργατοαγροτικής κυβέρνησης και τα φλέγοντα ζητήματα της ειρήνης και της γης. Και στα τρία ζητήματα, οι ιστορικές αποφάσεις έφεραν την υπογραφή του Λένιν. Για το πρώτο θέμα, ένα κείμενο του Λένιν ξεκαθάρισε τη λήξη της εξουσιοδότησης της προηγούμενης Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ καθώς και την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης. Όλη η εξουσία θα περνούσε στα Σοβιέτ των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών. Στα χέρια τους βρισκόταν η τύχη της επανάστασης και της δημοκρατικής ειρήνης. Το κείμενο υπερψηφίστηκε πανηγυρικά.
Τη νύχτα εκείνη της 25ης προς 26η Οκτωβρίου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Χειμερινών Ανακτόρων, έφτασε από το Σμόλνι στο κατειλημμένο από την Επαναστατική Επιτροπή κεντρικό Τηλεγραφείο το πρώτο αυτό μανιφέστο που ανήγγειλε την πτώση της Προσωρινής Κυβέρνησης και τη συγκρότηση νέας. Υπεύθυνος επίτροπος για την κατάληψη ήταν ο Στανισλάβ Πεστκόφσκι, μέλος του Κόμματος από το 1902. Το μανιφέστο έπρεπε να τυπωθεί περίπου εκατό φορές και να μεταδοθεί μέσω τηλεγράφου σε όλη τη χώρα. Οι υπάλληλοι όμως του Τηλεγραφείου αρνούνταν να συνεργαστούν. Τη δουλειά ανέλαβαν οι Πεστκόφσκι και Σολόβιεφ μαζί με ένα νεαρό που τύπωνε τη διακήρυξη. Ο Πεστκόφσκι έγραφε σε κάθε χαρτί το όνομα της πόλης στην οποία έπρεπε να μεταδοθεί το μανιφέστο και ο Σολόβιεφ το έβαζε στη «συσκευή». Έτσι μεταδόθηκε το πρώτο μανιφέστο της Επανάστασης στις κεντρικές πόλεις, στα βιομηχανικά και στρατιωτικά κέντρα.
Την επομένη, το συνέδριο συνήλθε για να συζητήσει για τα ζητήματα της ειρήνης και της γης. Ήταν η μεγάλη ώρα του Λένιν. Όταν εμφανίστηκε στην αίθουσα αυτοπροσώπως ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό των παρευρισκομένων. Στην αίθουσα δεν βρίσκονταν μονάχα οι αντιπρόσωποι των Σοβιέτ αλλά είχε γεμίσει από εργάτες, στρατιώτες και ναύτες που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή στο Σμόλνι. Η εμφάνιση του Λένιν ήταν η αφορμή για ένα ξέσπασμα χαράς για την επιτυχία της επανάστασης. Ντουφέκια, καπέλα και μπερέδες, ό,τι είχε ο καθένας ανέμιζε στον αέρα. Όλοι ήθελαν να δουν τον Λένιν, αυτόν για τον οποίον τόσα είχαν ακούσει και ο καθένας είχε πλάσει με τη φαντασία του. Όρθιοι στις καρέκλες, στα περβάζια, στις κολώνες άκουσαν τις εισηγήσεις του για την ειρήνη και για τη γη. Η νέα κυβέρνηση θα ζητούσε μια δίκαιη και δημοκρατική ειρήνη, χωρίς προσαρτήσεις και χωρίς επανορθώσεις. Ζητούσε άμεση ανακωχή και διαπραγματεύσεις ειρήνης και απευθυνόταν ξεχωριστά στους εργάτες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας για την επίτευξη της ειρήνης και το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό. Για τη γη, ο Λένιν κατηγόρησε την Προσωρινή Κυβέρνηση και τα κόμματα των μενσεβίκων και των σοσιαλεπαναστατών για αναβολή της λύσης του προβλήματος και διακήρυξε την κατάργηση της ιδιοκτησίας των τσιφλικάδων, τη δήμευση της γης της αυτοκρατορικής οικογένειας και της εκκλησίας και τη διάθεσή τους στα αγροτικά Σοβιέτ ως την οριστική λύση του ζητήματος από Συντακτική Συνέλευση. Καθώς ξημέρωνε, το συνέδριο αποφάσισε να εκλέξει μια προσωρινή εργατοαγροτική κυβέρνηση με την ονομασία Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτροπών. Πρόεδρος του Συμβουλίου θα ήταν ο Βλαντιμίρ Ουλιάνοφ, ο Λένιν.

Ρωσία

Παράλληλα με τα γεγονότα της Πετρούπολης, η επανάσταση εξαπλωνόταν σε όλη τη Ρωσία. Αλλού η νέα εξουσία κυριάρχησε αναίμακτα και αλλού, όπως στη Μόσχα, υπήρξαν συγκρούσεις. Ο Γκεόργκι Λομόφ, μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής Μόσχας μαζί με τον Νόγκιν, πρόεδρο του Σοβιέτ της Μόσχας, διεξήγαγαν διαπραγματεύσεις χωρίς αποτέλεσμα με την Επιτροπή για τη Δημόσια Ασφάλεια, που συσπείρωνε τις αντεπαναστατικές δυνάμεις. Ο εισαγγελέας Ρούντνεφ ζήτησε την άμεση και άνευ όρων παράδοση του Σοβιέτ, αλλιώς οι γιούνκερς θα το διέλυαν με τα όπλα. Οι επαναστάτες αποφάσισαν να κηρύξουν γενική απεργία και να ζητήσουν τη συμπαράσταση των εργατικών συνοικιών. Η κατάσταση φαινόταν δυσοίωνη, έλειπαν τα πάντα ενώ οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν αρχίσει την πολιορκία χρησιμοποιώντας τεθωρακισμένα. Πολλοί εγκατέλειψαν την έδρα του Σοβιέτ. Την επόμενη μέρα οι συσχετισμοί έδειχναν να αλλάζουν. Με τους μπολσεβίκους συντάχτηκαν αρκετοί σοσιαλεπαναστάτες. Εργάτες από τις συνοικίες περικύκλωναν τους περικυκλωτές του Σοβιέτ. Αποσπάσματα κοκκινοφρουρών εφοδίαζαν το Σοβιέτ με όπλα. Οι στρατιώτες που έρχονταν από το μέτωπο αρνούνταν να πολεμήσουν ενάντια του. Η επανάσταση, πιο αργά και βασανιστικά, εδραιωνόταν στη Μόσχα.
Στις 25 Οκτωβρίου η εξέγερση στην Πετρούπολη έγινε γνωστή και στο Κίεβο. Το ίδιο βράδι συγκλήθηκε στο θέατρο της πόλης το Σοβιέτ των εργατών που εξέδωσε ψήφισμα αλληλεγγύης στους εξεγερμένους της πρωτεύουσας. Οι επαναστατικές δυνάμεις εγκαταστάθηκαν στο πρώην παλάτι Μαρίινσκι, συγκροτήθηκε Επαναστατική Στρατιωτική Επιτροπή και από κει συντονιζόταν με τα στρατιωτικά τμήματα και τα εργοστάσια. Όπως και στη Μόσχα, τμήματα γιούνκερς και κοζάκων περικύκλωσαν την έδρα των επαναστατών. Όσοι λίγοι βρίσκονταν μέσα σε αυτήν παραδόθηκαν με την υπόσχεση ότι θα αφήνονταν ελεύθεροι αλλά οι κοζάκοι τους συνέλαβαν κραυγάζοντας υπέρ του Κορνίλοφ. Όσοι όμως απέμειναν ελεύθεροι έστησαν άλλο επαναστατικό κέντρο και συνέχισαν τη μάχη μέσα στην πόλη. Υψώνοντας οδοφράγματα αντιμετώπιζαν τις δυνάμεις των κοζάκων, των γιούνκερς και τσεχοσλοβάκικα στρατιωτικά τμήματα που πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο. Οι επαναστατικές δυνάμεις επικρατούσαν και στο Κίεβο. Οι αντίπαλοι αποσύρονταν από την πόλη, προς τον ποταμό Ντον.
Το πρωί της 26ης Οκτωβρίου έγιναν γνωστά τα γεγονότα της Πετρούπολης και στη Σεβαστούπολη. Στην πόλη οι μπολσεβίκοι ήταν μικρή μειοψηφία στην Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ. Οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες καταδίκασαν την εξέγερση και πρότειναν τη μεταβίβαση της εξουσίας στο Σοβιέτ με διεύρυνσή του από όλες τις «δημοκρατικές οργανώσεις». Όμως στον στόλο επικρατούσε πανηγυρικό κλίμα. Κόκκινες σημαίες ανέμιζαν και οι ορχήστρες έπαιζαν τη Διεθνή. Τα συνθήματα ήταν υπέρ της εξέγερσης και εναντίον των Κερένσκι και Κορνίλοφ. Ο ενθουσιασμός παρέσυρε τους διστακτικούς και το Σοβιέτ της πόλης ενέκρινε την απόφαση για το πέρασμα όλης της εξουσίας στα χέρια του.
Στην απέραντη Σιβηρία οι εξελίξεις έφταναν με καθυστέρηση αλλά δεν αιφνιδίασαν τον πληθυσμό. Τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, η Σιβηρία είχε μολυνθεί από το μικρόβιο του μπολσεβικισμού. Το Σοβιέτ του Ομσκ τάχθηκε αμέσως με την επανάσταση και η απόπειρα αντίδρασης των γιούνκερς καταπνίχτηκε. Μέσα από τα βαγόνια, στις ατελείωτες σιδηροδρομικές γραμμές, η επανάσταση μεταφερόταν ανατολικά, στο Αλτάι, το Μπαρναούλ, το Ιρκούτσκ. Εκεί ξέσπασαν συγκρούσεις ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα. Μέσα στην πόλη είχαν οχυρωθεί οι γιούνκερς και τους πολιορκούσαν οι στρατιώτες και οι εργάτες από τα περίχωρα αλλά και από τις κοντινές πόλεις. Στις 17 Δεκεμβρίου, η επανάσταση είχε επικρατήσει και εκεί. Αλλά και στις εσχατιές της Ρωσίας, στο Βλαδιβοστόκ έφτασε η είδηση της επανάστασης από τις 26 Οκτωβρίου. Οι μπολσεβίκοι οργάνωσαν ένοπλες διαδηλώσεις υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων. Στο τοπικό Σοβιέτ με εκλογές αντικαταστάθηκε η παλιά Εκτελεστική Επιτροπή και η πλειοψηφία πέρασε στους μπολσεβίκους. Στα τέλη Νοεμβρίου η Εκτελεστική Επιτροπή του Σοβιέτ, με την υποστήριξη του πληθυσμού, των ναυτών του στόλου της Σιβηρίας και της φρουράς του Βλαδιβοστόκ, αποφάσισε το πέρασμα όλης της εξουσίας στο Σοβιέτ. Άρχισαν να εφαρμόζονται τα μέτρα που είχε πάρει η νέα σοβιετική κυβέρνηση και επίτροποι της νέας εξουσίας εγκαταστάθηκαν σε όλες τις υπηρεσίες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η επανάσταση είχε πετύχει σε όλη τη ρωσική επικράτεια και ακολουθούσε η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής της νέας πολιτικής. Στην πραγματικότητα όμως η εδραίωση του νέου καθεστώτος είχε πολύ δρόμο μπροστά του. Θα περνούσε μέσα από έναν αιματηρό εμφύλιο, προανάκρουσμα του οποίου ήταν και η πρώτη προσπάθεια ανακατάληψης της Πετρούπολης από δυνάμεις πιστές στον πρώην πρωθυπουργό της Προσωρινής Κυβέρνησης Αλεξάντερ Κερένσκι.
Η αντεπίθεση Κερένσκι

Ο Κερένσκι πέρασε τη νύχτα της 24ης προς 25η Οκτωβρίου περιμένοντας τις ενισχύσεις από το μέτωπο που θα προστάτευαν την κυβέρνησή του. Αντ’ αυτών όμως λάμβανε συνεχή τηλεγραφήματα για σαμποτάζ στα τρένα που θα μετέφεραν τις ενισχύσεις αυτές. Ήταν φανερό πως η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Η κυβερνητική αντεπίθεση δεν είχε πετύχει τον σκοπό της και η υποστήριξη προς αυτήν έφθινε ολοένα. Ο Κερένσκι αποφάσισε να πάει ο ίδιος προς τις στρατιωτικές μονάδες για να τις συνεφέρει. Ξεκίνησε λοιπόν από το Γενικό Επιτελείο αφήνοντας πίσω του τους Κονοβάλοφ και Κίσκιν. Η απρόσμενη εμφάνιση του πρωθυπουργού στους δρόμους της πρωτεύουσας δημιούργησε αμηχανία στις αυτοσχέδιες φρουρές και το αυτοκίνητό του επιταχύνοντας κατάφερε να βγει από την πόλη φτάνοντας στην Γκάτσινα και από κει στην έδρα του στρατηγείου του βόρειου μετώπου, στο Πσκοφ. Ο διοικητής του μετώπου στρατηγός Τσερεμίσοφ δεν είχε υπακούσει στις εντολές της Προσωρινής Κυβέρνησης να σταλούν δυνάμεις από το βόρειο μέτωπο στην Πετρούπολη. Ο Κερένσκι τον υποπτευόταν πως ερωτοτροπούσε με τους μπολσεβίκους και πως ακόμα διέδιδε ότι είχε αναλάβει αρχιστράτηγος, θέση που κατείχε ο ίδιος ο Κερένσκι. Ενώ είχε αποφασίσει να πάει στο Οστρόφ να συναντηθεί με τον Πιότρ Νικολάεβιτς Κρασνόφ, διοικητή του 3ου σώματος Ιππικού των Κοζάκων, αυτός ο τελευταίος εμφανίστηκε μπροστά του στο Πσκοφ.
Ο στρατηγός Κρασνόφ, με ενεργή συμμετοχή στο πραξικόπημα του Κορνίλοφ, είχε δραστηριοποιηθεί για την υπεράσπιση της Προσωρινής Κυβέρνησης. Στις 25 Οκτωβρίου είχε μεταβεί στο Πσκοφ για να ζητήσει την επιτάχυνση των μετακινήσεων των στρατευμάτων. Εκεί όμως συνάντησε μια κατάσταση διάλυσης. Φήμες διέδιδαν την πτώση της κυβέρνησης ενώ άλογα και κοζάκοι ήταν φορτωμένοι σε βαγόνια τρένων που δεν έλεγαν να ξεκινήσουν. Όταν ζήτησε να δει τον διοικητή Τσερεμίσοφ, αυτός τον δέχτηκε με δυσκολία. Όταν ο Κρασνόφ επέμεινε στην υπεράσπιση της κυβέρνησης, ο Τσερεμίσοφ του αποκρίθηκε ανέκφραστα:
- Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν υπάρχει πλέον. Σας διατάζω να αποβιβαστείτε από το συρμό σας και να μείνετε στο Οστρόφ. Αυτό για σας είναι αρκετό. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα.

Όταν ο Κρασνόβ ζήτησε γραπτή διαταγή, ο διοικητής κοιτώντας τον συγκαταβατικά του απάντησε:
- Σας συμβουλεύω ειλικρινά να μείνετε στο Οστρόφ και να μην κάνετε τίποτα. Πιστέψτε με, έτσι είναι καλύτερα.

Μετά από μια στιγμή αμηχανίας, συναντήθηκε με τον επίτροπο της Προσωρινής Κυβέρνησης, Βοϊτίνσκι. Αυτός τον πληροφόρησε μυστικά για την παρουσία του Κερένσκι στο Πσκοφ. Η πρώτη τους συνάντηση άφησε ανάμικτα συναισθήματα στον Κρασνόφ. Η συνομιλία τους είχε κάτι το παράλογο κάνοντας σχέδια επί χάρτου με στρατεύματα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα. Στα χαρτιά είχαν συγκεντρώσει τη Μεραρχία του Ντον και εκείνη των Ουσάρων, τη 37η Μεραρχία Πεζικού, τη 1η Μεραρχία Ιππικού και ολόκληρη τη 17η Στρατιά. Δεν επρόκειτο όμως παρά για λόγια.
Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν για το Οστρόφ. Στο δρόμο συναντούσαν στρατιώτες που εγκατέλειπαν τα τμήματά τους και γυρνούσαν στα χωριά τους. Η είδηση πως ο Κερένσκι ήταν στο Οστρόφ έφερε αναστάτωση στη πόλη. Άλλοι ήθελαν να τον υποδεχτούν και να τον ακούσουν και άλλοι ζητούσαν να πιαστεί και παραδοθεί στους μπολσεβίκους. Οι στρατιωτικές μονάδες όμως έδειχναν απρόθυμες να εκτελέσουν τις διαταγές του Κερένσκι. Αξιωματικοί είχαν εξαφανιστεί χτυπημένοι από κάθε λογής ασθένειες και κάθε τι καθυστερούσε χαρακτηριστικά παρά τις απειλές για κυρώσεις. Εντέλει ο Κερένσκι επιβιβάστηκε σε έναν συρμό συνοδευόμενος από μια ίλη ιππικού. Στο δρόμο προς την Πετρούπολη, καθώς πλησίαζαν στην Γκάτσινα, ο Κερένσκι συνεχάρη τον Κρασνόφ και με επίσημο ύφος τον ονόμασε διοικητή του εκστρατευτικού σώματος για την πρωτεύουσα. Ο Κρασνόφ σκέφτηκε πως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά αέρας κοπανιστός μιας και εκείνη τη στιγμή δεν διέθετε παρά 700 ιππείς κι αν έπρεπε να συνεχίσουν με τα πόδια και το 1/3 της δύναμης έμενε με τα άλογα, τότε δύο λόχοι όλοι κι όλοι θα έπρεπε να καταλάβουν την Πετρούπολη.
Η εκστρατεία κατάληψης της Πετρούπολης κατέληξε σε φιάσκο για τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις. Μέχρι την τελευταία στιγμή, αλλά και χρόνια αργότερα στα απομνημονεύματά του, ο Κερένσκι έβλεπε νίκες και τους μπολσεβίκους να το βάζουν στα πόδια με την παρουσία του, στην Γκάτσινα και στο Τσάρσκογιε Σέλο, αλλά και τους συνθηκολόγους και τους λιπόψυχους να θάβουν την υπόθεση της «Ελεύθερης Ρωσίας». Ακόμα και εκείνος ο Κρασνόφ του ζήτησε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους μπολσεβίκους, πράγμα που αρνήθηκε κατηγορηματικά. Στη μάχη όμως που δόθηκε στα υψώματα του Πούλκοβο από τους 700 Κοζάκους και ένα σύνταγμα πεζικού που είχε φτάσει στο μεταξύ από το μέτωπο απέναντι σε 12.000 υποστηρικτές της επανάστασης, οι δυνάμεις του Κερένσκι δεν μπόρεσαν να διασπάσουν το μέτωπο.
Η κινητικότητα γύρω από την πρωτεύουσα είχε θορυβήσει τη νεαρή και αβέβαιη σοβιετική εξουσία. Στο Σμόλνι δεν υπήρχαν ακριβείς πληροφορίες για το εκστρατευτικό σώμα του Κερένσκι και του Κρασνόφ. Ο Λένιν ζητούσε εναγωνίως τρόπους άμυνας της πόλης από τα πλοία του στόλου της Βαλτικής. Η κατάληψη της Γκάτσινα είχε σημάνει συναγερμό. Ο Φίοντορ Ρασκόλνικοφ στάλθηκε επειγόντως στην Κροστάνδη για να οργανώσει μια ισχυρή δύναμη κρούσης. Όταν έφτασε, στις 28 Οκτωβρίου, οι δρόμοι ήταν άδειοι καθώς οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν ήδη στην Πετρούπολη και στο μέτωπο της Γκάτσινα. Όταν τακτοποίησε τα ζητήματα των ενισχύσεων γύρισε στην Πετρούπολη που ήταν ανάστατη από την είδηση της κατάληψης του Τσάρσκογιε Σέλο. Ο Ρασκόλνικοφ αναχώρησε για την υπεράσπιση μιας γέφυρας κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε το Τσάρσκογιε Σέλο με την πρωτεύουσα. Στο Πούλκοβο, το σύνταγμα Βολίνσκι εγκατέλειπε τις θέσεις του αλλά και οι κοζάκοι υποχωρούσαν με μεγάλες απώλειες από το πυροβολικό των επαναστατών. Το πρωί της 1ης Νοεμβρίου οι δυνάμεις του Κρασνόφ εγκατέλειψαν το Τσάρσκογιε Σέλο. Μέσα σε ένα σκηνικό καταρρακτώδους βροχής που δημιουργούσε τεράστιες ποσότητες λάσπης, στην ανακατειλημμένη πόλη αποφασίστηκε επιχείρηση αντεπίθεσης κατά μήκος του ποταμού. Έξαφνα μέσα στη νύχτα, ένας εθελοντής με όνομα ευγενή έφερε μια ανακουφιστική είδηση. Η Γκάτσινα είχε ανακαταληφθεί, ο Κρασνόφ είχε συλληφθεί και ο Κερένσκι ήταν άφαντος. Ο μπολσεβίκος Πάβελ Ντιμπένκο κρατούσε την πόλη.
Ο Ντιμπένκο είχε φτάσει επικεφαλής επιτροπής μπολσεβίκων για διαπραγματεύσεις με τους Κοζάκους, με την παρουσία του Κρασνόφ και του επιτελάρχη του Ποπόφ. Οι διαπραγματεύσεις γίνονταν στο ανάκτορο της Γκάτσινα, στο ισόγειο. Στο πάνω πάτωμα, ο κρυμμένος Κερένσκι μάθαινε με φρίκη πως οι Κοζάκοι δέχονταν να τον παραδώσουν με αντάλλαγμα τον μη αφοπλισμό τους και την αναίμακτη αποχώρησή τους. Ο Κερένσκι, με τη βοήθεια πιστών σε αυτόν ανδρών, μεταμφιέστηκε κάπως αποτυχημένα σε ναύτη καθώς η στολή και ο σκούφος του ήταν πολύ μικρά. Συμπλήρωσε τη μεταμφίεσή του με ένα ζευγάρι χοντρά γυαλιά μοτοσικλετιστή και μαζί με έναν άλλο ναύτη βγήκε από το κτίριο προσπαθώντας να μην κινεί υποψίες. Δωροδοκώντας έναν αμαξά κατάφεραν να φτάσουν μέχρι ένα αυτοκίνητο που τους έβγαλε από την πόλη. Ο ναύτης τον οδήγησε σε ένα σπίτι συγγενών του μέσα στο δάσος. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος της προσπάθειας επανακατάληψης της εξουσίας από τον μέχρι πρότινος πρωθυπουργό της Ρωσίας.
Χιλιάδες χιλιόμετρα ανατολικότερα, στο παγωμένο Τομπόλσκ της Σιβηρίας περνούσε τις ημέρες του ο άλλοτε αυτοκράτορας Πασών των Ρωσιών, Νικόλαος ο Β΄ της δυναστείας των Ρομανόφ. Βρισκόταν εκεί με την οικογένεια του από τον Αύγουστο του 1917, με απόφαση της Προσωρινής Κυβέρνησης, για να προστατευτεί από τις επαναστατικές ταραχές. Ζούσαν στην πρώην έπαυλη του τοπικού κυβερνήτη μακριά από τις δραματικές εξελίξεις στην πρωτεύουσα. Από το ημερολόγιο του Νικόλαου τις μέρες της εξέγερσης φαίνεται πως δεν είχε καμία επαφή με τα γεγονότα, τα οποία προφανώς υποτιμούσε. Τις μέρες της εξέγερσης, ο τσάρος περιέγραφε τον καιρό στο Τομπόλσκ, τις χειρωνακτικές εργασίες που έκανε, τα βιβλία που διάβαζε και άλλες δραστηριότητες. Μόλις στις 4 Νοεμβρίου σημείωνε πως δεν έφταναν νέα και πως τα γεγονότα μάλλον θα ήταν άσχημα στις μεγάλες πόλεις. Πολλές μέρες μετά την εξέγερση, στις 17 Νοεμβρίου σημείωνε στο ημερολόγιό του:
Ο ίδιος δυσάρεστος καιρός, με αέρα διαπεραστικό. Η ανάγνωση στις εφημερίδες όσων συνέβησαν πριν δύο βδομάδες στην Πετρούπολη και τη Μόσχα προκαλεί ναυτία! Πολύ χειρότερα και άτιμα από τα γεγονότα της μεγάλης εξέγερσης.
Με αυτές τις λίγες αράδες αξιολόγησε ο τσάρος Νικόλαος την επανάσταση του Οκτωβρίου που θα καθόριζε την τύχη όχι μόνο του θρόνου του αλλά και της ζωής του.


Οι πρωταγωνιστές

Σύντομα βιογραφικά των νικητών και ηττημένων, στις μαρτυρίες των οποίων βασίστηκε η εξιστόρησή μας.

Αλεξάντρ Βερχόφσκι. Γεννήθηκε το 1886. Ήταν ανώτατος αξιωματικός και πήρε μέρος στον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανέλαβε το υπουργείο Πολέμου στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της Προσωρινής Κυβέρνησης. Παραιτήθηκε λίγες μέρες πριν την επανάσταση. Υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό και ανέλαβε μεγάλα αξιώματα. Πέθανε το 1941.
Γιαν Μπορίσοβιτς Γκαμάρνικ. Γεννήθηκε το 1894. Μέλος του ΣΔΡΕΚ (μπ.) από το 1916. Κομματικό στέλεχος των μπολσεβίκων στο Κίεβο, μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής, μέλος του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου της Στρατιάς του Νότου στον εμφύλιο. Ανέλαβε υψηλές πολιτικές θέσεις σε στρατιωτικά ζητήματα. Κατά τη διάρκεια των διώξεων, υπερασπίστηκε τον Τουχατσέφκσι και αυτοκτόνησε το 1937.
Αλεξάντρ Ίλιν Ζενέφσκι. Γεννήθηκε το 1894. Μέλος του ΣΔΡΕΚ (μπ.) από το 1912. Εργάστηκε σε εφημερίδες, περιοδικά και άλλες εκδόσεις του κόμματος. Κατά την επανάσταση ήταν επίτροπος του εφεδρικού συντάγματος Γρεναδιέρων και επικεφαλής αποσπάσματος ναυτών για την ενίσχυση της Μόσχας. Πέθανε το 1942.
Αλεξάντερ Φιοντόροβιτς Κερένσκι. Γεννήθηκε το 1881. Σπούδασε νομική και υπήρξε συνήγορος πολιτικών κατηγορουμένων. Εκλέχτηκε στη Δούμα συνεργαζόμενος με τους σοσιαλεπαναστάτες. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης, υπουργός Πολέμου και Ναυτικού και από τον Ιούλιο πρωθυπουργός στην Προσωρινή Κυβέρνηση και ανώτατος διοικητής των ενόπλων δυνάμεων. Κατά την εξέγερση διέφυγε από την Πετρούπολη και ηγήθηκε αποτυχημένης εκστρατείας ανακατάληψης της εξουσίας. Διέφυγε στη Γαλλία όπου έμεινε το μεσοπόλεμο και στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφυγε στις ΗΠΑ. Πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1970.
Πιότρ Νικολάεβιτς Κρασνόφ. Γεννήθηκε το 1869. Στρατηγός του ρωσικού στρατού, πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηγήθηκε της προσπάθειας του Κερένσκι για ανακατάληψη της Πετρούπολης μετά την επανάσταση, συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος υπό τον όρο να σταματήσει τον αντεπαναστατικό αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, ήταν από τους ηγέτες των Λευκών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Έφυγε στη Γερμανία όπου συνέχισε τις αντισοβιετικές του δραστηριότητες. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οργάνωσε μονάδες κοζάκων σε συνεργασία με τους Γερμανούς εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Παραδόθηκε στην Αυστρία στις βρετανικές δυνάμεις που τον παρέδωσαν με τη σειρά τους στους Σοβιετικούς. Δικάστηκε και εκτελέστηκε δια απαγχονισμού το 1947.
Πάβελ Μαλιάντοβιτς. Γεννήθηκε το 1870. Δικηγόρος, υπήρξε συνήγορος σε πολιτικές δίκες. Μέλος του κόμματος των μενσεβίκων, υπήρξε υπουργός Δικαιοσύνης στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της Προσωρινής Κυβέρνησης. Μετά την επανάσταση πέρασε με το μέρος της σοβιετικής εξουσίας. Πέθανε το 1939.
Ελιζαμπέτα Γιακόβλεβνα Ντράμπκινα. Γεννήθηκε το 1901. Από τα παιδικά της χρόνια ακολούθησε τους γονείς της στις εκτοπίσεις και την προσφυγιά λόγω της επαναστατικής τους δραστηριότητας. Τον Απρίλιο του 1917 έγινε μέλος του ΣΔΡΕΚ (μπολσεβίκοι). Κατά την επανάσταση, δραστηριοποιήθηκε στη συνοικία Βίμποργκ, στην οργάνωση της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο ως μαχήτρια του Κόκκινου Στρατού και πολιτική επίτροπος.
Βλαντιμίρ Αντόνοφ-Οβσέενκο. Γεννήθηκε το 1884. Μπήκε στο επαναστατικό κίνημα από το 1901. Στην επανάσταση του 1905 ηγήθηκε εξέγερσης στην Πολωνία. Το 1906 ήταν από τους οργανωτές της ένοπλης εξέγερσης εναντίον του τσάρου στη Σεβαστούπολη για την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε σε 20 χρόνια καταναγκαστικά έργα. Δραπέτευσε στη Φινλανδία. Το 1917 επέστρεψε στη Ρωσία και προσχώρησε στους μπολσεβίκους. Πήρε μέρος στην κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων. Ήταν μέλος της πρώτης τριανδρίας του Λαϊκού Επιτροπάτου Στρατιωτικών και Ναυτικών. Ανέλαβε υψηλές θέσεις στον Κόκκινο Στρατό και στο διπλωματικό σώμα. Ήταν πρόξενος της Σοβιετικής Ένωσης στην Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Ανακλήθηκε στη Μόσχα, συνελήφθη το 1938 και εκτελέστηκε κατά τη διάρκεια των διώξεων.
Γκεόργκι Ιππολίτοβιτς Οππόκοφ (Λομόφ). Γεννήθηκε το 1888. Μέλος του ΣΔΡΕΚ από το 1903. Συμμετείχε στην επανάσταση του 1905, συνελήφθηκε επανειλημμένα και εκτοπίστηκε. Την περίοδο της επανάστασης εκλέχτηκε μέλος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής στη Μόσχα. Υπήρξε Λαϊκός Επίτροπος Δικαιοσύνης και ανέλαβε υψηλές θέσεις οικονομικής πολιτικής. Εκτελέστηκε το 1938.
Σεργκέι Ουράλοφ. Γεννήθηκε το 1893. Μέλος του ΣΔΡΕΚ (μπ.) από το 1914. Εξελέγη μέλος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και έλαβε μέρος στην εξέγερση. Υπήρξε μέλος του Συμβουλίου της Πανρωσικής Έκτακτης Επιτροπής, συνεργάτης του Φ. Ε. Ντζερτζίνκσι.
Στανισλάβ Πεστκόφσκι. Γεννήθηκε στην Πολωνία το 1882. Μέλος του ΣΔΡΕΚ από το 1902. Συνελήφθη πολλές φορές για την επαναστατική του δράση, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 επέστρεψε στη Ρωσία. Υπήρξε επίτροπος Ταχυδρομείων και Τηλεγραφείων και ο πρώτος πρεσβευτής της Σοβιετικής Ένωσης στο Μεξικό. Εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια των διώξεων του 1937.
Νικολάι Ποντβόισκι. Γεννήθηκε το 1880. Μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΡΕΚ) από το 1901. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν πρόεδρος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής και πήρε μέρος στην κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων. Συνέχισε να υπηρετεί σε πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις ως τον θάνατό του το 1948.
Νικόλαος Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ, Αυτοκράτορας Πασών των Ρωσιών Νικόλαος Β΄. Τελευταίος τσάρος της Ρωσίας. Γεννήθηκε το 1868 και βασίλευσε από το 1984 ως την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917. Κατά τη βασιλεία του σημειώθηκε μεγάλη πολιτική καταπίεση και αντισημιτικά πογκρόμ. Η Ρωσία ηττήθηκε κατά τον ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο του 1904-1905 και πήρε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε συμμαχία με την Αντάντ. Εξορίστηκε στο Τομπόλσκ και εκτελέστηκε στις 17 Ιουλίου 1918 με απόφαση του Σοβιέτ της επαρχίας Ουραλίων.
Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρόνσταϊν - Τρότσκι. Γεννήθηκε το 1879. Από νεαρή ηλικία δραστηριοποιήθηκε σε εργατικούς κύκλους, φυλακίστηκε και εξορίστηκε. Στο Λονδίνο ήρθε σε επαφή με τη συντακτική ομάδα της Ίσκρα. Στο 2ο Συνέδριο του ΣΔΡΕΚ τάχθηκε με τους μενσεβίκους. Το 1905 επέστρεψε στη Ρωσία και εκλέχτηκε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Εξορίστηκε και δραπέτευσε. Στο Συνέδριο του Λονδίνου το 1907 τάχθηκε στο κέντρο, μη προσχωρώντας ούτε στους μπολσεβίκους ούτε στους μενσεβίκους. Στο επόμενο διάστημα προσπάθησε να ενοποιήσει το κόμμα αλλά υποστήριξε κυρίως τους μενσεβίκους. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917 επέστρεψε στη Ρωσία και εντάχθηκε στην οργάνωση των ενωμένων διεθνιστών σοσιαλδημοκρατών (Mejraionka). Προσχώρησε στους μπολσεβίκους μόλις τον Ιούλιο του 1917. Εκλέχτηκε ξανά πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και με αυτή του την ιδιότητα πρωτοστάτησε στη δραστηριότητα της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής που θα οργανώσει την εξέγερση. Εκλέχτηκε Λαϊκός Επίτροπος Εξωτερικών αλλά αντιτάχθηκε στη σύναψη ειρήνης με τη Γερμανία. Σταδιακά θα δημιουργήσει μια γενική αντιπολιτευτική πλατφόρμα μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα με αποτέλεσμα τη διαγραφή του από το Κόμμα και την εκδίωξη του από τη Σοβιετική Ένωση. Συνέχισε την πολεμική του με το σοβιετικό καθεστώς και το 1938 ίδρυσε την 4η Διεθνή. Δολοφονήθηκε το 1940 στο Μεξικό από τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Ιβάν Φλερόφσκι. Γεννήθηκε το 1888. Έγινε μέλος του ΣΔΡΕΚ το 1905. Συνελήφθη για τη δράση του και εξορίστηκε. Επέστρεψε στην Πετρούπολη το Μάρτιο του 1917 και ανέπτυξε πολιτική δραστηριότητα στους ναύτες της Κροστάνδης. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ηγήθηκε αποσπάσματος ναυτών. Το 1918 ήταν επίτροπος του Στόλου της Βαλτικής. Υπήρξε στη συνέχεια συντάκτης σε κομματικές εφημερίδες και περιοδικά. Πέθανε το 1959.
Μαργκερίτα Βασιλίεβνα Φοφάνοβα. Γεννήθηκε το 1883. Άρχισε να συμμετέχει στο επαναστατικό κίνημα από το 1902. Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου εκλέχτηκε αντιπρόσωπος του Σοβιέτ της Πετρούπολης και δούλευε στην κομματική επιτροπή του Βίμποργκ. Ο Λένιν κρυβόταν για ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι της.

Βιβλιογραφία

Η Επανάσταση του Οκτώβρη – Αναμνήσεις και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, Αθήνα, Α/συνεχεια, 2007.
Αλέξανδρος Κερένσκυ, Η ρωσική επανάσταση όπως την έζησα, Αθήνα, Πάπυρος, 1972.
Λένιν, Άπαντα, τόμοι 34 (1981) & 35 (1986), Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή.
Τζον Ριντ, Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2011.
Στάλιν, Άπαντα, Αθήνα, Γνώσεις, χ.χ.
Λέον Τρότσκι, Ιστορία της ρώσικης επανάστασης, 2ος τόμος, Αθήνα, Παρασκήνιο, 2006.

Edward Hallet Carr, La révolution bolchevique, 1ος τόμος, Παρίσι, Les éditions de minuit, 1969.
Georges Haupt - Jean-Jacques Marie, Les bolschéviks par eux-mêmes, Παρίσι, François Maspero, 1969.
Alexander Rabinowitch, The Bolsheviks Come To Power: The Revolution of 1917 in Petrograd, Λονδίνο, Pluto Press, 2004.
Rex A. Wade, The Russian Revolution 1917, Cambridge University Press, 2005.